Footprints on the sand

Footprints on the sand

Αναζήτηση σ' αυτό το ιστολόγιο

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Η μέρα και ο ουρανός της

Κύθηρα (φώτο Μ.Φ.)

Η μέρα πεινασμένη
     για έναν άλλο ουρανό,
ως δέρμα αγγλίδας για καυτό ήλιο,
όταν εκείνη σε άλλη στιγμή,
- στο δωμάτιο της -
γίνεται η μπετούγια της πόρτας της
που την ιππεύει ένας σκληρός πολεμιστής,
κάνοντας την να πηγαίνει πάνω-κάτω,
συγχρόνως που η κλειδαριά
     ανοιγοκλείνει,
σαν μάτι, σαν στόμα, σαν μύδι,
μ' όλες τις φωνές της ηδονής της
περασμένες σε χαλκά μεσαιωνικών υπογείων,
έτσι που, ένα παράθυρο κάποτε
     να την καλέσει,
να περάσει από μέσα του - διαφυγή,
με την φωλιασμένη προσπάθεια στο στήθος
και την λαχτάρα
     στα ακροδάκτυλα του χεριού,
μέχρι εκείνη να βγει στο πουθενά,
για να μεταμορφωθεί σε επανάσταση
     με όλες της, τις υποσχέσεις.

Η μέρα διψασμένη
     για έναν άλλο ουρανό,
όπως χώμα, για την ορμή ενός ποταμού
που κατεβαίνει κουβαλώντας
     όλες μας τις φιλοσοφίες,
όταν αυτές δεν είναι πηγαδάκια
που πλατσουρίζουν οι ομότεχνοι,
κωπηλατώντας μ' ένα σήμα οδικής σήμανσης
     σε ώρες αιχμής.


Η μέρα φορτισμένη
     για έναν άλλο ουρανό,
ως άρνηση της Ιστορίας για γεγονότα,
καθώς παιδί, που ανατρέφει τη μάνα του
     όπως αρέσκεται,
αποκλείοντας την ύπαρξη
κυτίου παραπόνων και επιστροφών,
την ύπαρξη τροφών για γάτες
     και άλλα συναφή.

Η μέρα οργισμένη
     για έναν άλλο ουρανό,
όπως βεβαίως, (βεβαίως),
οδηγός που τον "πιάνει λάστιχο",
κι αναλογίζεται τ' οδυνηρόν
του νά 'σαι
έφηβος-θρεφτάρι σε λίθινες εποχές,
ή το να ερωτοτροπείς με την Αλίκη στη χώρα της,
σ' ένα ανελκυστήρα που τρελλάθηκε,
που κατεβαίνει σαν μεθυσμένος
     με τον λόξυγγα του,
όταν κάποτε αδιάφορος ένας διαβάτης
     και το καπέλο του.

Η μέρα ανικανοποίητη
     για έναν άλλο ουρανό,
ως παιδιά αδηφάγα
- καταπιώνες πληροφορικής -
     σε τρισδιάστατο χώρο
που διαδραματίζεται ένας έρωτας
του τύπου: "me Tarzan, you Jean",
με καλώδια στο σώμα,
     όταν η περίσταση το απαιτεί.


Η μέρα δραπέτης
     για έναν άλλο ουρανό,
όπως ποντίκι
μ' όλη την πονηριά ενός καρτούν,
που ζωγραφίζει
παραπλανητικές ποντικότρυπες,
να "τρώει" τα μούτρα του, ο γάτος
     όταν το κυνηγάει.

Η μέρα φευγάτη
     για έναν άλλο ουρανό,
όπως ποδηλάτης
στα χείλη ενός ποτηριού κονιάκ
που γυρνά και σφυρίζει εκνευριστικά,
και χαιρετάει τον εαυτό του στον πάτο
     κοροϊδευτικά,
ώσπου η φυγόκεντρος τον πετάει ...
     στο διπλανό τραπέζι.

Η μέρα δεν θέλει πια
     τον ουρανό της,
γίνεται υπέρβαρο
σε ζυγαριά τελωνειακού,
- σούπα ιδεολογική και δύσπεπτη -
κι έτσι καθώς δεν έχει λόγο ύπαρξης,
πρέπει να εκτελεστεί επαναλαμβανόμενα,
μέχρι παράδειγμα να γίνει,
     στις άλλες που θα έρθουν.


Η μέρα γυμνή
     απ' τον ουρανό της,
είναι ένα νόμισμα που κυλάει
     κι αξία του.
Ένα αεροπλάνο που γυροφέρνει και πέφτει.
Όταν μια πόρτα ανοίγει
και η σκούπα σπρώχνει έξω τα συντρίμια του.
Κάποτε που τα δωμάτια μας ήταν,
     ο κόσμος όλος.

Η μέρα προσπάθεια
     για νέο ρούχο,
όπως σημείο φυγής και σκαλινό
εν αντιθέσει της πλατείας Ομονοίας,
που' ναι αεροδιάδρομος της κάθε επαρχίας,
     του κάθε ηλιθίου που θέλει,
να τραβήξει πίσω του (με αλυσίδες)
     μια φάλαινα για τροφή του.

Η μέρα σκορπίζεται
     στον ουρανό της,
ως βαρελότα που παίζει ένα κοριτσάκι,
- συγχρόνως που το δάκτυλο στο στόμα, εμβρυοτρόπως -
και καίει τα καλσόν το βράδυ της Ανάστασης ...
και βασανίζεται γι' αυτό,
     ως σταλινικός ποιητής
που μαστιγώνει τη θάλασσα μ' ένα κλαδί,
γιατί τον έστησε η έμπνευση
     στο ραντεβού της.


Η μέρα βυθίζεται
     στον ουρανό της,
σαν νόμισμα-ευχή στο πηγάδι της λήθης,
κι ανόητα όσο ο Τιτανικός
π' αμέλησε να κάνει ασκήσεις φελλού
     πριν ξεκινήσει.

Η μέρα πεθαίνει
     μεσ' τη νύχτα,
με μια ευκολία κένωσης.
Με τη μαγεία που μεταβάλλονται
οι νοητές ευθείες σε μαχαίρια,
το σχοινί της βάρκας σε θηλιά,
η μικρή μας καρδιά, σε στόμα δράκου,
ο άνεμος σε ουρλιαχτό φυλακισμένου από λάθος,
     κι η λύτρωση
κομμάτι γρανιτένιου αγάλματος
     που δεν μπορούμε να μασήσουμε.

Η μέρα πού' χει χάσει πια
     τον ουρανό της,
η μέρα αυτή,
γίνεται σαρδόνια νύχτα που γελάει,
μέσ΄το παιχνίδι της
     όταν μας παρασύρει.

Η μέρα αυτή
     μ' αρρώστησε πολύ,
σαν στρίμωγμα με όλους τους επιβάτες ενός τραίνου.

Μέσα στο κάρμα του καθενός απορροφήθηκα,
χωρίς νά 'χω τίποτα απ' την νύχτα
     να περιμένω.


21 / 6 / 83

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου