Footprints on the sand

Footprints on the sand

Αναζήτηση σ' αυτό το ιστολόγιο

Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Ο Ρινόκερος


Άρθρο από την Ελένη Παπαδοπούλου (*)

     Ο θεατρικός συγγραφέας Ιονέσκο στο βιβλίο του «Ο Ρινόκερος» περιγράφει πώς μία κοινωνία μετατρέπεται σιγά σιγά στο παχύδερμο αυτό ζώο και αποκτηνώνεται.
     Στο θεατρικό αυτό έργο ο Ιονέσκο δείχνει αρχικά την κοινωνία να εκπλήσσεται από την παρουσία των λίγων ρινόκερων, αλλά όσο τα ζώα αυτά πολλαπλασιάζονται, οι άνθρωποι το συνηθίζουν και δεν αντιδρούν πια. Στο τέλος όλοι έχουν γίνει ρινόκεροι, εκτός από τον ήρωα του έργου, που παραμένει ο τελευταίος άνθρωπος και φωνάζει: «Δεν θα συνθηκολογήσω».
     Ο Γάλλος φιλόσοφος Onfray στο βιβλίο του «Théorie de la dictature» (Η θεωρία της δικτατορίας) αναλύει πώς εγκαθιδρύεται στις μέρες μας μία δικτατορία νέου τύπου. Εφτά βασικά στάδια χρειάζονται για να γίνει κάτι τέτοιο: Καταστρέφεις τις ελευθερίες, φτωχαίνεις τη γλώσσα, καταργείς την αλήθεια, καταργείς την Ιστορία, αρνείσαι τη φύση, προπαγανδίζεις το μίσος, οραματίζεσαι την αυτοκρατορία. Το βιβλίο του Onfray αναλύει δύο έργα του Οργουελ, το «1984» και τη «Φάρμα των ζώων». Μέσα από αυτά δείχνει πώς οι άνθρωποι γίνονται υποχείρια, πώς καταρρακώνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πώς καλλιεργούνται ποταπά αισθήματα και μίσος στην κοινωνία.
     «Ποιος λέει ότι δεν είμαστε ήδη σε αυτό το σημείο ?» αναρωτιέται ο Onfray. Αναφέρομαι σε αυτά τα έργα, γιατί με την κατάσταση που ζούμε τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι ότι υπάρχουν ομοιότητες με εκείνο που στηλιτεύουν οι δύο αυτοί συγγραφείς, τον ολοκληρωτισμό. Ο μεν Onfray περιγράφει το πλαίσιό του στη σύγχρονη εποχή, ο δε Ionesco αναλύει την ψυχολογία της μάζας, που μεταμορφώνεται απλά και ήρεμα σε ρινόκερο, αντί να αντιδράσει και να εμποδίσει την επικράτησή τους.
     Μήπως στις μέρες μας δεν έχουν καταργηθεί βασικές ελευθερίες, ενώ εντείνεται η επίβλεψη και ο έλεγχος σε όλες μας σχεδόν τις δραστηριότητες με ένα σωρό προφάσεις ? Μήπως δεν έχουν διαστρεβλώσει το νόημα των λέξεων για να εξυπηρετηθούν διάφορα καταστροφικά αφηγήματα για την κοινωνία ? Ή μήπως δεν καλλιεργείται το μίσος ανάμεσα στα μέλη της ίδιας της κοινωνίας, ανάμεσα σε ανθρώπους με την ίδια πατρίδα, με τρόπο ώστε να επικρατήσουν τελικά οι «ρινόκεροι» και να αποκτηνωθούμε ?
     Αναφέρομαι, επίσης, σε αυτά τα δύο έργα χρησιμοποιώντας τα διδάγματά τους ως απάντηση σε γνωστούς διανοούμενους της χώρας μας, που αποκάλεσαν ανθρώπους που είναι σκεπτικοί για το εμβόλιο «ξενοδόχους θανάτου» και «λαθρεπιβάτες της κοινωνικής υγείας». Άνθρωποι που το σύστημα προέβαλε ως τον πνευματικό κόσμο της χώρας και το οποίο αυτοί θέλησαν, προφανώς, να ευχαριστήσουν, εξυβρίζοντας συμπολίτες τους με χυδαιότητες. Σε μία κοινωνία που αποκτηνώνεται, εμείς παραμένουμε άνθρωποι και λέμε ό,τι και ο ήρωας του Ιονέσκο: «Δεν θα συνθηκολογήσω».


(*) Διδάκτωρ Διδακτικής Γλωσσών και Πολιτισμών του Πανεπιστημίου Paris III – Sorbonne Nouvelle
Το δανείστηκα από εδώ :  https://www.newsbreak.gr/apopseis/224738/o-rinokeros/

(Συμπληρωματικό σχόλιο Νοεμβρίου 2021) : Πόσο προφητικό και διαχρονικό, το κείμενο της  Ελένης Παπαδοπούλου τελικά !! ...  Είναι γραμμένο πριν τα γεγονότα, που πήραν διάσταση με τον Σερβετάλη ! Που άρχισαν όλοι ξαφνικά να "ψάχνονται" ... "Ρινόκερος ? εεε, παιδικό θέατρο είναι' ? "Ιονέσκο, είναι ο σπόνσορας" ? "Μάρκα σοκολατάκια" ? ... Σε τέτοια Ελλάδα ζω !!!

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Μια εύκολη (άνετη) υπνηλία ...


Ο "γερόλυκος" συνεχίζει να μας εκπλήσει και να μας εμπνέει ...
Αυτοί (οι κυβερνώντες) στο "τροπάρι" τους. Εμείς στο δικό μας ... που είναι γεμάτο παλμό και ρυθμό ΖΩΗΣ !
Στο φινάλε, στην εποχή της πληροφορίας, το να είσαι ανίδεος είναι θέμα επιλογής ...

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Ξημέρωμα στην πλατεία


Χάραξε και στο νέο φως
ξυπνήσαν’ τα πουλιά στα δέντρα,
ξεκινώντας γλυκά, το τραγούδι τους,
     της νέας μέρας ...

ώσπου σταμάτησαν ενστικτωδώς
από μια σιωπή αναδυόμενη,
     νεκρική ...

είχαν ξυπνήσει
και οι πρώτοι διαβάτες ...
     οι υποταγμένοι !

Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

Πάμε ξανά απ' την αρχή

 

Πάμε ξανά απ' την αρχή ... με χορευτικό βήμα, να οριοθετήσουμε τα αυτονόητα ... Που αρχίζει και που τελειώνει η ύπαρξη ? που η ελευθερία ? που η δημοκρατία ? Ποιός μου έκλεψε το οξυγόνο της ζωής και δεν μπορώ πια ν' αναπνεύσω ? Πόσες χιλιάδες φορές, η επιβίωσή μου θα εξαρτιέται απ' την ποιότητα των όπλων τους ? Γιατί θα πρέπει πάντα στη ζωή (καθημερινά) να αποδεικνύω ότι δεν είμαι ελέφαντας ?
Πάμε ξανά απ' την αρχή ... (Α) όπως : Ανασφάλεια, (Β) όπως : Βαρβαρότητα, (Γ) όπως : Γενοκτονία ...
Πάμε ξανά στην αρχή της ταινίας (της ζωής μας), εκεί που γράφει : κάθε όνομα, τόπος ή γεγονότα, είναι προϊόν μυθοπλασίας, για την οποιοδήποτε νομική κάλυψη και αποποίηση ευθυνών !

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

Ζωή ανάπλοος και άλγος ... (μέρος πρώτο)

 

Το 'Ζωή ανάπλοος και άλγος" είναι ένα βιβλίο ζωής ανοιχτό. (Ξεκίνησε το 1988 και τελειωμό δεν έχει) ...
 
Εισαγωγή :  
     Νεότης, ωριμότης & φθορά. (Η μέρα, η νύχτα και το κακό συναπάντημα). Ποιητική ιλαροτραγωδία σε συνέχειες. Δρομολόγια και στάσεις ανούσιες, πάνω σε όχημα με δεκάδες οδηγούς και μόνον έναν επιβάτη ... κι αυτόν τριπρόσωπο. Κείμενα που για σοβαρά πηγαίναν, αλλά δεν ... Μια συμπληρωματική “ελεγεία και φούμαρα”, που καλόν είναι να αναγιγνώσκεται μετά το μεσημεριανό φαγητό, όπου τα μάτια “γλαρώνουν”. Κείμενα που ακροβατούν ανάμεσα στο τραγικό και στο γελοίο, που αυτοαναιρούνται κι ίσως έχουν ανάγκη ύπαρξης κι επιβεβαίωσης, σαν μωρό που μεγαλώνει ... Δεν επιζητούν τίποτα, δεν νομίζουν τίποτα, δεν παριστάνουν τίποτα, αλλά λειτουργούν σαν αναψυκτικό : κάνουν καλό στην χώνεψη. Το παρόν (μετά την ανάγνωση) ευελπιστώ να αυτοκαταστραφεί. “Να μη ρυπαίνουμε και το περιβάλλον”, βρε αδελφέ ! ...
 
 
 Τι κάνω εδώ ? Με τι ομοιοκαταληκτούν αυτές οι κινήσεις, αυτά τα χαμόγελα ?
Δεν είμαι από ’δω - ούτε κι από πουθενά αλλού, άλλωστε
κι ο κόσμος δεν είναι παρά ένα άγνωστο τοπίο, όπου η καρδιά μου δεν βρίσκει στήριγμα.
Ξένος. Ποιός μπορεί να ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη ?
 
Αλμπέρ Καμύ - Από τα σημειωματάρια για τον “Ξένο” 1940
 
  

Ι. (Νεότης της οργής )

Άργησα πολύ, ως να μετρήσω το σχοινί,
     που είχε κρεμαστεί η κάθε Μούσα.
Άργησα, ως να γνωρίσω τα λευκά κελιά,
     που αυτοκτονούν οι εμπνεύσεις.

Αρρώστησα, ως να χωρέσω
τούτη τη λεωφόρο γνώση,
     μέσα στη φλέβα μου.

Ήρθα εδώ, μετά από πολλούς άλλους,
     όταν εκείνοι παίζαν τους δεινόσαυρους.
Μνημεία αρχαιολογικά για φοιτητές φιλολογίας.

Ήρθα εδώ όταν κάποιοι, ποτίζαν τα κακτάκια τους,
     ζωές εμφιαλωμένες, σ’ αμέτρητα κτήρια.

Και θρήνος και τριγμός των οδόντων
     και νέοι Πουαρώ να ψάχνουνε τον δράστη.
Το αίτιον της σήψης,
     στο πτώμα της επικοινωνίας.

Τώρα πωλούνται οι νεκροί,
     μινιατούρες-αντίγραφα στο Μοναστηράκι.

Όμως πιο παλιά η Ύπαρξη !
     Θυμάσαι ?
Τι έχει να κάνει λοιπόν,
     η όποια ηλικία της πέτρας ?

Εδώ είναι ο πόνος μιας γέννας τερατικής,
είναι η κίνηση η διαρκής
     που τίποτα δεν τελειώνει.

Είναι το χέρι πού ’γινε χίμαιρα
     να μεταδώσει τους ρυθμούς.
Το χέρι που οπλίστηκε φωτιά
     να κάψει τους ναούς της μνήμης.

Σειρά μου τώρα,
να πλέξω το τραγούδι μου.
Όλες ετούτες τις φωνές μοιράζοντας,
     στα χέρια των κτητόρων.

Σελίδα τη σελίδα πολεμώντας
     εμένα κι όλους σας.
Λέξη τη λέξη, να υφάνω ένα δίχτυ,
     ν’ αρπάξω τη ζωή,
στη μια στιγμή να την χορτάσω.

Ώρα ν’ αδράξω το παρόν και τα μελλούμενα.
Να φυγαδέψω πουλιά παγιδευμένα,
απ’ τα μυαλά των ανθρώπων,
     που τά ’χουν για σύμβολα ελευθερίας.
Να πνίξω φόρμουλες του στυλ :
     “άμα μεγαλώσω θα γίνω” ...

Να συνδέσω τους ακροδέκτες,
     τ’ αντίθετα φύλα.
Να γονιμοποιηθεί η έρημος,
     να βλαστήσει η ελπίδα.
Να γίνει η ζωή απ’ την αρχή.

Ένα αγόρι ήλιο θέλω,
     ένα κορίτσι θάλασσα.
Από το σπέρμα της ζωής,
παιδιά ερωτευμένα αιώνια,
     αλλά μακάρι νά ’ξερα με τι ...

Ώρα να πάρω το νήμα απ’ την αρχή,
     ως να με βγάλει στην ψυχή μου.
Κρατώ από γενιά πειρατική.
Δεν έχει μπέσα το κορμί μου.
     Περίτρανη ασέλγεια.
          Μου κόστισε πολύ.

Έφηβος μέτρησα την αντοχή
     της έλλειψης κάθε πόθου,
ζητώντας λογική στον έρωτα,
     τυχαίο στην επιστήμη
κι όνειρα τόσα να χαθώ,
     που να μην ξέρω πια, ποιός είμαι.

Αρκέστηκα στη φυλακή του ενός.
Ένα τραινάκι να παίξω κι ηρέμησα.
Μια ρόγα να φιλήσω κι ησύχασα.
Ένα πινέλο ν’ αποτυπώσω τα μύρια χρώματά σας,
     το φίδι που με δηλητηριάζει
κι “άρξαται” η αγωνία ...

Γνωριστήκαμε έτσι, με την τρέλλα,
     δια χειραψίας.
Κατηγορώντας το χέρι μου, γνώρισα εμένα.

Κληρονόμησα ένα μηδέν,
αριστερόστροφο, τρεχάτο,
     π’ όσο γυρίζει, βαραίνει πιότερο.

Τώρα πληρώνω είσοδο στο τίποτα
και βλέπω να κοιμάται η λογική,
     με το βουρτσάκι των δοντιών στο στόμα.
Δεν έχω χώρο, θα πει μετά
κι από ένα ντουλάπι ανοιχτό,
     κυλούν επίδεσμοι στο πάτωμα.

Σίγουρα δεν φταίω μόνο εγώ,
     γι’ αυτό το μέλλον το ευοίωνο ...
Κράτησα χρόνια ένα κομμάτι μάρμαρο
τα αισθήματά μας,
     στο τραγικότερο γλυπτό, συνένοχος.

Πάει πια ο καιρός των αποδείξεων.
Τώρα μ’ εικόνες καραμέλα,
     ξεγελάμε τον καρκίνο της σκέψης.

Τώρα εδώ, σε μια πραγματικότητα
     π’ αλλάζει συνεχώς, χωρίς συνέχεια,
που λειτουργεί σαν χαμαιλέων,
     μέσ’ σε μικρότητες και νόμους.

Με δυνάστες της δημιουργίας
     κι εργάτες της απώλειας.
Ζωή ανάπλοος και άλγος.
Ζωή μονότερμα σε συνεδρίες εμπόρων.
Ζωή ζογκλέρ - ισορροπία σε ξυράφι.
Ζωή συσκευασμένη, ηλεγμένη και φτηνή.

Προς το παρόν
στεφανώνουμε την θλίψη με ημίμετρα,
κρατάμε τα φυτίλια μακριά,
     μην εκραγούμε ...

Ζωή αρρώστια και παρανομία.
Παράδεισος των ιατρών.
Εδέμ των δικηγόρων.
Δόξα της βιολογίας όταν συμπεραίνει :
το ποιά οξέα, κινούν το κάθε αίσθημα
     την όποια σκέψη.

Αρχαιοκάπηλοι συναισθημάτων πωλητές,
     καλλιεργούν φασόλια στίχους.
Μαμόθρευτα παλληκάρια διεκδικούν
     μερίδιο στον έρωτα.

Αλλά ας είχα μια, τόσο δα ιδέα,
που κατοικούνε οι θεοί,
     να πά' να τους γ ... γνωρίσω ...

Μέσα στο χρονικό γινόμενο,
     φωνάζω διαρκώς,
κατηφορίζοντας τον “ελαιώνα”
κι ακούω τα κόκκαλά μου να συνθλίβονται
     στο τζάμι-θόλο τ’ ουρανού.

Αδύναμος εγώ, φύλλο ξερό,
     μιλάω και βρέχει ...
Αγαπώ και λασπώνομαι.
Γεννώ και χλευάζομαι.
Αλλά στο χάδι σας, ζητιάνος,
     δεν έγινα ποτέ !
Γονατισμένος φίλησα το γόνατό μου ...
Παράκληση ψιθυριστά,
     μα ούτ’ εγώ δεν μ’ άκουσα.

Έτσι αγάπησα την υποτακτική.
Πούλησα τους διαλόγους μου
στα καφενεία,
     για λίγη συντροφιά.
Ανέγνωσα το χάος μου
στους έρωτές μου
     και τους έχασα.
Σαν θεατής κυττάζω τώρα πίσω,
μια μέρα σε κυνοδρομίες
     χαμένος παίχτης,
κι αχαλίνωτα “κολλημένος”.

Τώρα εδώ,
βιώνοντας το παράλογο
     καθημερινά,
πετώντας τα εισιτήρια προόδου
     στους επαγγελματίες αναρριχητές.
“Εμείς γι’ αλλού γενήκαμε και πάμε” ...
και το σπιράλ με καταπίνει
     και πάω διαρκώς ...

Τώρα εδώ, στο μέλλον το ευοίωνο,
με φωσφορούχα γράμματα που δελεάζουν
     σ’ αυτήν την εποχή της δύναμης,
των απορρυπαντικών πνεύματος
     και των ψυχιατρικών σπορ.

Με δημοσιογραφική γνώση
     και μαζική υπνοπαίδεια,
με ζωώδη ένστικτα και καταλυτικές ανάγκες
     - σε σύγχρονη αρωγή -
ποτισμένοι ως το κόκκαλο
     με οδηγούς ευημερίας,
μια κατανάλωση σκουπιδιών
     σε ευρεία κλίμακα,
για εγκέφαλους σφουγγάρια
και μήτρες παραγωγικές ...
     Το μέλλον το ευοίωνο.

Πάντα χορεύοντας
     για τα ωραία σας τα μάτια.
Μιας κι έρωτας είναι :
“για δυο, για τρεις και χίλιους δεκατρείς” ...
τότε που έψαχνα στα λούτρινά σας
νά ’βρω,
     που κρύψατε τα αισθήματα ...

Γεύτηκα όλα σας τα θρίλερ
     κι όλα τα ρούχα φόρεσα.
Χώνεψα πολλά, ως να μου γίνουν έλκος
     και βλαστήμησα κι οργίστηκα
κι είπα :
“χίλιες φορές
μέσ’ την αρρώστια χαμένος,
     παρά μια νόθα υγιή βλακεία” ...

Όμως πόσα ακόμη ... πόσα ακόμα,
μέχρι να γίνω μια τράπεζα εικόνων
     (μ’ όλη της την γραφειοκρατία),
ώσπου μία και μόνη σκέψη-μολότοφ
     τα τινάξει όλα στον αέρα ?

Πόσα ακόμη το λασπωμένο τσιγάρο
και το μουχλιασμένο ψωμί,
     να μου μάθουν ?
Πόσα ψέματα να ζήσω ?
Πόσα ζιβάγκο, φουλάρια κόκκινα, εμβλήματα ...
πόσοι αέρηδες και κύματα
και πόσο καραγκιόζης ...
     ώσπου να γίνω
ο Σίσυφος κι ο βράχος του μαζί ?

Πέρασε καιρός,
πίσω απ’ τις ασπίδες μου να ιδρώνω,
στην προσμονή του φόβου, του σπαθιού
     κι ο ίσκιος του να με παγώνει.
Πέρασε καιρός,
στον ρυθμό της καταδίωξης που με ζώνει,
δίχως στόχους, δίχως βέλη
     κι οι δυνάμεις μου,
έτσι άτσαλα να με μειώνουν.

Ας μην ήμουν εγώ,
ας ήμουν σ’ άλλο θέατρο,
     σε άλλη καταιγίδα.
Βλέπεις, αμέλησα το φιλί
     του “άλλου” εαυτού
κι έγινε η προδοσία
     ενδοφλέβια και επώδυνη.

Κι έχει πολλά “στρουμφάκια” ακόμη,
     να μου δείξει η ζωή,
συμπληρώνοντας
     απαντητικά δελτάρια φιλοσοφίας.

Έχει κόμπους το χτένι,
έχει σαλτιμπάγκους και παρουσιαστές,
έχει στρογγυλά γυναικεία μέλη,
     που τρίβονται στην οθόνη,
εκεί, που όλα είναι αδιάφορα
     κι όλα μας αφορούν.


(συνεχίζεται ...)

(Σημ.) Για τον τίτλο του βιβλίου :
Ανάπλοος (αρχ.) ή ανάπλους : σημαίνει (εν ολίγοις) κόντρα στο ρέμα (πλέει ανάποδα) και άλγος (αρχ.) είναι (πάλι εν ολίγοις) : ο πόνος, το βάσανο.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Ζωή ανάπλοος και άλγος ... (μέρος δεύτερο)


ΙΙ. (Νεότης της αφέλειας)

Όμως ας πάρω μιαν ανάσα ...
     Πως βρέθηκα εδώ ?

Στην πέτρα και στο φύλλο
     οι απαρχές μου.
Με θάλασσα μεγάλωσα
κι γένηκα άλας και πηλός και δέντρο,
κομμάτια ζωντανής ζωής
     απ’ άνθρακα και νερό.

Μετά τι έγινε ?
Κι ο πίθηκος που κολλάει ?
Πως μετεξελίχθηκα ?
Πότε παρεμβλήθη το μικρόβιο της γνώσης ?
Και που πήγε μετά τους πολιτισμούς ?

Παρακμή και ημιμάθεια.
Εμπόριο και αριθμολατρεία.
Και στην κορφή η μηχανή
     παράγει “ανθρώπους”.

Δεν ανήκω εδώ, θα πεις μετά ...
     μα ο Καμύ (*1) σε πρόλαβε !
Εν γνώση η θλίψη και η ερημιά,
σαν ήλιος με φεγγάρι εναλλάσσεται
     το κάτι και το τίποτα,
κι αυτό που φαίνεται στον καθρέφτη
     είναι μονάχα η φθορά.

Μιλήσαν κάμποσοι μετά
για τον θάνατο,
     - χωρίς να τον γνωρίζουν -
’κεί κάπου στην τελευταία σελίδα
     κρυβόταν η ανατροπή !

Υπέθεσα πως γνώρισα το θεό
όταν ευλόγησε τις ακρότητες,
     τις αντιθέσεις.
Και χρονοτρίβησα αρκετά,
     αφουγκράζοντας,
το πως η παγκόσμια μέρα,
     διαδέχεται την άλλη,
πως η παγκόσμια αγάπη διαδέχεται,
     το παγκόσμιο έγκλημα ...
και συμπέρασμα δεν έβγαλα.

Κάργα ανόητος, ψηλαφώ τώρα,
     χρώματα και νότες,
ταΐζοντας το μέσα μου,
     με φωτεινές ψευδαισθήσεις.
Αλλά που θα πάει,
     θα μάθω, λέω ...
κι ο χρόνος με λιώνει
σαν ρομαντικά ρεσώ
     στο τραπεζάκι.

Ξωμάχος τριγυρίζω
     χρεωμένος ευτυχία,
σε λίμνες χορτασμένο ψέμα
     απ’ την Ιστορία,
ανθρακωρύχος
της όποιας σας αλήθειας,
     εδώ στα μισοσκόταδα
χρόνια πολλά χαμένος,
γιατί κάθε εικόνα
     κάθε αίσθημα,
την καρδιά μου γελοιοποιεί
     σε επιτάχυνση,
με κάτι άλλο ...
     πρόσκαιρο.

Τώρα μοναχά μάζες και πλήθη,
     με μια TV αντί για κεφάλι.
Το μέλλον το ευοίωνο..

Θρίλερ και σεξ
     και αδηφάγα στόματα.
Διαφημιστικός αισθησιασμός και χρήμα.
Πανούκλα η συγκινησιακή.

(Τώρα που όλοι ξέρουμε γράμματα
     κανείς δεν διαβάζει, δεν εμβαθύνει).
Τώρα μονάχα όψεις και απόψεις
     μιας μεταμεσονύχτιας νύστας.
Ύπνος, ο άγιος ο θεός,
“περιπατώντας εις τα άλση”
     ανέμελες πεταλουδίτσες.

Βλασταίνει το συμφέρον
     ευδοκιμεί η πουστιά,
βασιλεύουν οι “άλλοι”,
οι μετά “Χριστόν” θεοί
     και το computer styling.

“Μα είναι κάτι πιο βαθύ
     που με λερώνει” (*2)
διαλαλούν κομπάζοντας ...
και το ζήτημα δεν είναι
     να ξαναγεννηθείς απ’ άλλη μήτρα,
αλλά να σταθείς αγέρωχος στο κατώφλι
     και να βροντοφωνάξεις :
Δεν ξαναμπαίνω μέσα !

Το ζήτημα είναι ...
πως βρέθηκα εδώ,
σ’ αυτήν την προκατασκευασμένη
     φυσικότητα,
σ’ αυτή τη σαπουνόπερα ζωή ...


(Συνεχίζεται ...)

(*1) Αναφορά-παραπομπή σε κείμενο του Αλμέρ Καμύ, που έχω στην εισαγωγή του βιβλίου.
(*2) Στίχος από ποίημα του Νίκου Καββαδία, “Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia”, αλλά και τραγούδι του Θάνου Μικρούτσικου.

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Ζωή ανάπλοος και άλγος ... (μέρος τρίτο)



ΙΙΙ. (Νεότης του παιχνιδίσματος)

Όταν η σκέψη "μαζεύει" στο πλύσιμο,
     το λέμε : πανικό.
Χρήζω αποθεράπευσης το λοιπόν !
Κάτι με τα καλώδια "παίζει"
     και δεν είμαι ο ειδικός.

Πρέπει να ξαναγίνει το "εγώ",
     ΕΓΩ μου !
Να βρω το νήμα του Θησέα,
τα πετραδάκια του Κοντορεβυθούλη,
να δουλέψει ξανά,
το καμμένο μου μυαλό,
     από την λογική σας.

... (φταίω εγώ, φταίει ο λαός,
φταίει κι η φοράδα στ’ αλώνι,
     που όλοι μαζί χεστήκαμε) ...

Όμως νυχτώνει γι’ άλλη μια
     - για τούτο σίγουρα δεν φταίω εγώ -
και προτιμώ να κάνω βάρκα
το κρεβάτι μου, στο πέλαγο,
μια κι η φαντασία
     δεν μου στέρησε,
όσα η ζωή, μαζί σας.

Τώρα εδώ,
τραβώντας μια χαρακιά
     στο τοπίο - χρατς ! ο ήχος -
διαβάζοντας τους συγγραφείς,
     επειδή πριν από κάθε άλλον,
"ποτίσαν" για τους επερχόμενους.

Μέσα στη νύχτα φανερώθηκε
     η πραγματικότητα,
λίμνες αλήθειας κι ήταν : τρόμος.

Δεν έχει "συγνώμη" ! Δεν έχει "γιατί" !
- Ένα γεγονός στέκεται εκεί
     κι αυτοεπιδεικνύεται -

Ούτε το στυλ, το ύφος,
ούτε το περιεχόμενο,
     μου άνοιξε την πόρτα.
Μηχανικά η γραφή μου
με πάει "καλλιά" της,
     στα λασπόνερα της συνοικίας.

Είναι καθ’ όλα ήσυχο το μέλλον.
Από το marketing, στον καταναλωτή
     ένα τεράστιο δίκτυο εμπιστοσύνης.
Απ’ το "με ’γειά και το μπλουζάκι",
ως το κομπόδεμα στην τράπεζα ...
μια χαρά πρωτόγονου,
     που μόλις ανακάλυψε την φωτιά.

Πόσο νέοι είμαστε !
Μηχανοβρέφη π’ απαντούν,
     ανταποκρίνονται
κι ας μην έχουμε γνώμη.

Σ
τασιμότητα.
Μια ακραία και διαρκής ανακύκλωση.
Ένα σημείωμα κλεισμένο στο συρτάρι.
(Δεν είναι κάτι που μας κάνει
     νά ’χουμε κλειστό το συρτάρι) ...
Είναι τα μυστικά που αυτο-προβάλλονται
     κι εσύ "τσιμπάς" σαν ψάρι.

Χαμένο το νόημα σε λαβυρίνθους,
     την ώρα που το (δικό μας) σύμπαν
μειώνεται στη διαστολή του :
     στείρο, κατεψυγμένο κι άσχημο.

Στα όνειρά μας δεν μιλάμε.
Δαγκώνουμε το παντεσπάνι-δόλωμα,
     τώρα που τό ’χουμε.
Αύριο δεν ξέρεις, ποιός "φίλος"
     θα στο κλέψει.
Μια ζωή η μπάλα στην εξέδρα
     κι αγώνα δεν είδα.


Αυτή η ακίνητη κίνηση
     μ' έμαθε να κωπηλατώ,
στις θάλασσες του Οδυσσέα
που το ταξίδι δεν έχει τελειωμό,
στο διαρκές νεφέλωμα
     του παραλόγου.

Αυτό το "τερπνόν μετά του ωφελίμου",
     δεν τό’ χω εμπεδώσει ακόμα.
(Το πάω για τα βράχια, το σκάφος,
     εν γνώση αδιόρθωτος).
Πεισματάρης κάποτε αναζητούσα
     την αγάπη, 'κει που δεν υπήρχε.
Δεν πειράζει έλεγα μετά, μαζεύεις γνώση.
Τώρα τρώω γνώση
     και φτύνω τα κουκούτσια.

Τώρα χορταίνουν τα μάτια μου
     από λογιών υπάρξεις.
Υπάρξεις που στρογγυλοκάθονται
επάνω στο μηδέν,
     πλάθοντας κουλουράκια.
Υπάρξεις με αναρχικές ιδέες
     και καπιταλιστική συνείδηση.

Υπάρξεις, που δεν υπάρχει λόγος
     να υπάρχουν.
Εκεί κι εγώ, αθεράπευτα μαζί ...
"Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε" ...

Στα όνειρά μας φοράμε αλεξίσφαιρο
     και στη ζωή ζακέτα
πλεγμένη απ’ τα χεράκια της γιαγιάς
"α σο εγαμέθεν σην νεότη,
     γαμέθεν και υμάς
". (*3)

Τώρα πάμε μια βόλτα στο ποτάμι,
εκεί στην εκβολή,
     που είναι τα σκουπίδια ...
Όσες φορές, μου κλείνατε το μάτι
     εγώ, δεν έβλεπα
κι όσες μου σφίγγατε το χέρι
     εγώ, πονούσα.

Στο μικρό το καμαράκι εναπόθετα,
αυτή τη χρόνια εξαθλίωση του "εγώ"
     τα καθημερινά μου πτώματα,
ώσπου έγινε τάφος και μαυσωλείο
και πια,
     να το γκρεμίσω θέλω.

Έμαθα να καταστρέφω την αγάπη,
     να επιζητώ την μάχη,
να μοιάζω με εσάς, στα "ούλα" σας
κι "όμοιος, ομοίω, αει βελάζει"
(μη τυχόν και χάσω
και την βενετιά και το βελόνι) ...
     κι όλα για το τίποτα.

Όλα ένα τίποτα.
Πάλι στη "απ’ έξω" ... ξέχωρος.
Σαν κουρδιστό πορτοκάλι η ζωή,
σαν το λεπρό κοιτώ, που με κοιτούν,
μια πλύση εγκεφάλου,
     αλλά μυαλό δεν βάζω.
(Τα βάζα και τα μπιμπελό, τά ’χω στο σαλόνι μου).
Τσάμπα χαλάμε τα οξυγόνα μας
     μονάχα έχθρα και οργή υπάρχει.

Τα της σαρκός μνήμες στεγνές,
τα του πνεύματος υπέροχα,
     λαμπρά αποβράσματα.

Σε σκοτεινά υπόγεια
     τα σχέδια επί χάρτου
και στα φανερά "κυρίες".
Τόσο που ανακατεύωντ’ όλα
     και γίνονται χυλός, χολή και εμετός.

"Κατ’ που κινήσαμ’, που φτάσαμ’
     και
ου θα πάει το πράμ’
" ...

Τελικά, που είναι αυτό,
που θά ’δενε τα πάντα,
     σαν ασπίδα στην ύπαρξη ?

Που σπαταλιέται η βροχή
     που θα πότιζε, τα νέα κλωνάρια ?
Το χρέος σαν άνθρωποι ?
Τ
ώρα, το μόνο χρέος είναι
     προς τις τράπεζες.

Τώρα χαϊδεύω τις λέξεις
     μπας και μ’ αγαπήσουνε,
όμως εκ φύσεως
     είναι δολοπλόκες.
Χορεύουν σε πρόζα τις νύχτες
     και με περιγελούν.

(Επιζήσαμε στην σκοτεινιά
και στο φως,
     δεν ξέρουμε να χαρούμε ...
αλλά και τούμπαλιν).

Πεθαίνει κι ανασταίνεται
     ο Αντίνοος.
Ο από πάντα κυβερνήτης
     στο σκάφος της πλοκής της Ιστορίας.
Κι είν’ η σκηνή στο έργο,
που πετάει κέρματα τριγύρω
     κι εμείς τα μαζεύουμε.

Τι είναι ποίηση (με ρώτησα),
     σ’ ένα κόσμο που δεν ποιεί ?
Στην πλήρη ικανοποίηση, οικειοποίηση,
κακοποίηση, εκποίηση, γελοιοποίηση,
εμπορευματοποίηση ...
     "ποιώ", δεν υπάρχει.

(Στην πραγματικότητα
δεν υπάρχει κάτι που "υπάρχει
",
     αλλά αυτό που δεν υπήρξε ποτέ.
Μια προκατασκευασμένη πραγματικότητα :
    
made in China,
ή δεν ξέρω από που αλλού) ...

Ερωτοτροπούν το ασυνείδητο,
το υποσυνείδητο, το συνειδητό,
     με την συνείδηση,
σε ξέφρενο sex party κραυγάζοντας,
και το παιδί ενσυνείδηση
     είδηση δεν παίρνει ...

Στα χρόνια του κολοφώνα
της τεχνολογίας, της ευμάρειας,
     τα παιδιά πεθαίνουν ακόμη, από πείνα ...
Αλλά όλα, κατ’ τα άλλα,
     είναι στα πλαίσια της λογικής.

Κλωσάμε τ’ αυγά του γύπα,
μια κι αυτή, είναι τώρα πια,
     η ενασχόλησή μας, η αποστολή μας.

Τυφλοί σε πριονοκορδέλα
     μας οδηγεί ο μονομάτης φύλαρχος,
παρέα με την μάγισσα της φυλής : θρησκεία
και το αίμα πλημμυρίζει
     την οθόνη.

Τίτλος της ταινίας : Η συμμορία !
Ο πολιτικός, ο ιεράρχης και ο τραπεζίτης.
     Υπερπαραγωγή η ζωή μας !

Το παν είναι,
     να δουλεύει καλά, η μηχανή.
Τώρα, στο τι παράγει, εκεί είναι
     κι ο ψεύτικος καυγάς ...
Στο χρώμα της συσκευασίας.

Τώρα στο τελευταίο δράμι λογικής
     ξοδεύομαι χορεύοντας,
μέσ’ τον αφρό της μπύρας, κολυμπάω
     και κόβομαι στο ξύρισμα ...

Αγχώνομαι άσχημα.
Η μακέτα δεν "βγαίνει".
Κρυσταλλικά αισθήματα
     κι οργή κατεψυγμένη.
Γυρνώ στη ρίζα μου,
     να βρω τις απαντήσεις
κι οι καθρέφτες
     μου στέλνουνε "φιλάκια".

Τώρα απλώνω τη ζωή μου
     χαρούπια στην ταράτσα.
Μια ιστορία πεζή και
"καθώς πρέπει".
Χτυπά η άμμος το πρόσωπο, όταν φυσάει.
Εγκλωβισμένη ζωή,
      σε γιγάντια κλεψύδρα, ανακατεύεται.
Ξεραίνονται σαν χταπόδια στον ήλιο,
     αργά, βασανιστικά, γελοία οι αξίες.

Μα εγώ πού’ μαι γεμάτος ζωή,
που θέλω ν’ ανασύρω
     τ’ αρχαίο κιονόκρανο απ’ το βυθό,
να ρίξω το μαγιάτικο στεφάνι
στη θάλασσα το καλοκαίρι,
     στο πρώτο μπάνιο,
πού’ χω μια ιστορία δική μου
     φτιαγμένη απ’ την αρχή,
σε ποιό σύμπαν να πιστέψω,
     σε ποιά του στιγμή ?

Μονάχα ένας φούξια δίσκος,
στο blue-marine της θάλασσας φεγγίζει,
     ο ήλιος στο βυθό,
η ζωή στο βυθό,
     χωρίς σκάφανδρο.
Με καλεί το σκότος
     κι εγώ σφυρίζω αδιάφορα.

Η μοίρα μου χαράζεται
"σαν γνώριμη από καιρό" ... (*4)
Ένας παράξενος ταξιδιώτης,
     ένας τρελός του χωριού
κι όμως δεν γεννήθηκα γι’ αυτό,
εγώ ο μεθύστακας
     των αρωμάτων του έρωτα ...

"Δεν σε πληρώνω τσάμπα",
μου λέει ο εργοδότης εαυτός μου
     και με χτυπάει στο φιλότιμο.
Του υποσχέθηκα πολλά
     κι ελάχιστα έκανα.
(Κάτι με προσφορά και ζήτηση
είναι διαρκώς το θέμα,
     κι όλο με απολύω).

Άνεργος πια,
εισπράττω απλά, τα επιδόματα
     μιας παρελθούσης ζωής.

Είν’ η διαβόητη ωριμότης
που με παιδεύει απ’ τα εικοσιδυό μου,
     αρνούμενος να μεγαλώσω.
"Πεπαιδευμένος πεζοπόρος παίχτης
     πολλά υποσχόμενος
" ...
με ψάχνω στις αγγελίες
     και δεν με βρίσκω.

Έχω εντρυφήσει
     τόσο πολύ στο ρόλο μου,
που έγινε πετσί μου
     και προβιά μου
και πια, χωρίς αυτήν δεν ζω.

Ο μη εξαρτώμενος
"πρώτος τον λίθον βαλέτω" έλεγα
     και κατάντησα νταμάρι.

Πασάλειψα με χρώμα το τοπίο,
     τις λέξεις και το όνειρο
τόσο, που γέννησα το μαύρο
     που επικρατεί,
μέσ’ τα λευκά δωμάτια νοσοκομείων,
     παλεύοντας την θεραπεία.

Από παλιά το
"παίζω" ασθενής,
καθ’ ότι ποιητής κι αρρώστια
     πηγαίνουνε πακέτο.

Ψάχνουμε την αγάπη στο σταυρόλεξο
κι εκείνο μας οδηγεί
     μόνο στο σεξ με βία ...
(Έλληνας ψυχασθενής με 9 γράμματα :
     Βολεμένος).

Ύστερα ακούς και το βαρύγδουπο :
"Ελευθερία είναι ..."
και δεν προλαβαίνεις να ακούσεις τι,
     τον έχουν ήδη πετροβολήσει.

Κατάντησα να μετανιώνω
     για όλα μου τα σοβαρά,
να χαίρομαι για τα γελοία
και μέσ’ απ’ τη σούπα του μυαλού
     να ξεπετώ την έκπληξη,
(σαν τον "Κύρο τον Γρανάζι",
     με τη λάμπα στο κεφάλι)
να ξεφουρνίζω την ιδέα ...
     κι όλοι μου λένε :
"Τι παίρνεις, ρε φίλε και δεν μας δίνεις" ?
     (Οι αχάριστοι) ...

Κι όμως, αυτό ακριβώς :
το γελοίον του πράγματος,
είναι το τραγικότερον της σήμερον
     και τα ζα βελάζουν :
"σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ" ... (*5)
Μοδάτοι
οικειοποιητές της κάθε ατάκας
     με προγκάρουν ...

Αλλά δεν πειράζει ρε φίλε ...
Εγώ ΚΑΙ κλαίω, ΚΑΙ φοβάμαι.
Εγώ δεν ντράπηκα ποτέ γι’ αυτό που είμαι
     και κυρίως, δεν έχω ψυχολογικά.
Υπαρξιακά έχω !
     Διαφέρει !

Εσείς πάρτε τα
"χαπάκια" σας
     και ζήστε ευτυχισμένα.
Αφήστε με εμένα,
στη δική μου δυστυχία,
     που με διαφωτίζει.

Σήμερα έχω να μετρήσω
(ξανά) τ’ αστέρια απ’ την αρχή ...
     εψές τα βρήκα ελλιπή.
Δεν ήταν ο φίλος μου εκεί. (*6)

Το διάβασα καλά το μάθημα :
"Αν θες να κρύψεις κάτι,
     ο καλύτερος τρόπος, είναι σε κοινή θέα
"
κι αυτό ακριβώς κάνω
     με την ψυχή μου και την σώζω.

Γυμνός, αδύναμος, ισχνός, καθώς είμαι,
περνώ απαρατήρητος, όταν σας μελετάω :
     ανθρώπινες συμπεριφορές του κώλου.
Μάλλον είχε δίκιο ο Δαρβίνος,
     από τον πίθηκο τραβάει η σκούφια σας.

Στάχτη και λυματολάσπη,
ότι πιάνουν τα χέρια των χαρτογιακάδων
     σημερινών executive manager ...
(Ελληνικά δεν ξέρετε,
     η αγγλικούρα σας μάρανε).

Θέλω μήνες να καθαρίσω την βρωμιά
     κι όλο λέω πως δεν αξίζει ...
Άσε τη σκόνη να θυμίζει απλά,
     πως κάποτε υπήρξε πολιτισμός.
Ιδανικά κι αξίες. Όνειρα και βιοπορισμός.

Αλλάζουν οι καιροί. Το δέχομαι.
Αλλάζουν οι άνθρωποι. Το δέχομαι.
Αλλάζουν οι συνθήκες. Το δέχομαι.
Αλλά αφήστε μου τα όνειρα
     στην ησυχία τους.

Μην τα νοθεύετε με του θανάτου
το κόμπλεξ-σάβανο,
     που τα σκεπάζει όλα.
Αυτή η τάση να τ’ αλλάξετε όλα,
είναι που γέννησε τις ψευδαισθήσεις,
το matrix και τ’ ανικανοποίητο,
     φαντάσματα του ψυχισμού σας.

Δεν σας ανήκει ο πλανήτης,
     κομπάρσοι είσαστε.
Σε τούτο το θεάρεστο έργο,
της αναγέννησης της ύπαρξης
     που επιτελείται,
εμπρός απ’ τα τυφλά σας μάτια,
     είστε πρεζόνια θεατές, σε συναυλία ...

Όχι ! Δεν είναι έτσι ! Όχι ! Όχι !
Εκεί ... όλοι οι καυλόγκαζοι, κραυγάζουν :
Τα θέλω όλα ΤΩΡΑ !
"Μα μόνο του γίνεται" σας λέω ...
     και μιλάω σε αγάλματα.

Αυτιστικοί αριστεροί συνοδοιπόροι,
αγκαλιά με νεκροθάφτες προύχοντες,
με δεξιούς βιδολόγους (μάστορες),
     στο πάρτι των αιώνων
χαρούμενοι φωτογραφίζονται, αγκαλιαστοί
     και η ζωή
"καλά κρατεί".

Κι έτσι ο μύθος
     γίνεται πραγματικότητα.
"Τά πάντα ρεί" !
Ναι, ρε Ηράκλειτε ...
     αλλά που είναι το ποτάμι ?
Να πάω κι εγώ να δροσιστώ ?

Άφωνη η μάζα
μετατρέπεται σε χλαπάτσα
     και βασιλεύει ο σουρεαλισμός.

Η ζωή μετατρέπεται
     σε data πληροφορίας.
Η ύλη σε άυλο, ιδέα, προτροπή
     και το ανάποδο.
Ο χρόνος σε χρήμα.
Κι οι προπαγανδιστές
     δεν μένουν άνεργοι ποτές.

Δυστυχώς !
καμιά θυσία δεν πέρασε απέναντι,
καμιά πύλη δεν άνοιξε,
μεγαλώνει απλά ο φράχτης
     των προφυτευμένων αγκαθιών.

Τ’ αληθινό συναίσθημα φωνάζει,
     δεν επιδέχεται πλαστικοποίηση,
δεν ασχημονεί, δεν περιπαίζει,
     στέκεται και προσμένει
την ένωση με την  ολότητα,
’κεί που ο Έρωτας πεθαίνει
     “εν τω γεννάσθαι”.

Περιδιαβαίνω την χώρα μου
     στεκόμενος κάθε φορά,
πάνω απ’ τα μνημεία της Παιδείας,
π’ αφήσανε στη γη, όλοι εκείνοι,
     οι δολοφόνοι των παιδιών.

Όμως,
"who the fuck is Alice" ? (*7)
και μάθηση με σύριγγα
     στο μάτι,
πως το πάθαμε ?

Πως γίνεται να κέρδίζω πάντα,
     τον Γκούφη-Αντίνοο,
μέσα στα γαριδάκια
     από παιδί ?
Ζούμε από σύμπτωση ?

Σαν συνέντευξη με εξωγήινο, η ζωή.
Ποτέ δεν την κατάλαβα.
     Ποτέ δεν θα την μάθω !

Έτσι κι αλλιώς :
"Αν ένα χέρι έχει δοθεί
     χωρίς να δίνεται,
τι νόημα έχει να λυθεί
     το αίνιγμά του ?
Αν το φιλί δεν δόθηκε
     δεν φταίν’ τα χείλη.
Αν ένα χρώμα
γεννάει συναισθήματα,
είναι πού ’χει
     τις ρίζες του στη φύση.
Το φλού δεν είναι χρώμα
" !

Αυτά λέω και με κράζετε
και ’γίναν τα γραμμένα, γραφικά ...
τόσο, που ξενιτεύτηκα κι εγώ,
     χωρίς να φύγω.

Ανατέλλει ο λαπαλισμός (*8)
     το προφανές δεν φαίνεται
μέσα σε τόνους σκουπιδιών
γεννιούνται οι βιολογικές ανάγκες
     και προοδεύουν.

"Πρώτα η υγεία μας", προτρέπουν,
     σ’ ένα κόσμο που ζέχνει ...


 (Συνεχίζεται ...)

(*3) Μετάφραση : “Μια και γαμήθηκε μικρή, μας γάμησε και μας”. (Παράφραση-παραλλαγή Ποντιακής παροιμίας).
(*4) Παράφραση-παραλλαγή σε στίχο του Κωσταντίνου Καβάφη στο “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον".
(*5) Στίχος από τραγούδι του Γιάννη Αγγελάκα (Τρύπες).
(*6) Ταπεινή αναφορά στον εκλιπόντα μεγάλο μου φίλο, Σταύρο Κ.
(*7) Who The Fuck Is Alice ? - Τραγούδι των Smokie από το 1976.
(*8) Λαπαλισμός : (εκ του Γάλλου στρατηγού La Palisse). Όρος που δηλώνει την τάση να γίνεται αναφορά, σε αφελείς κοινοτυπίες και παιδαριώδεις αλήθειες, που λέγονται ή γράφονται (εδώ είμαστε !) με ιδιαίτερη σοβαροφάνεια ... Παράδειγμα : “Πριν το γράψω, δεν το είχα γράψει”. Ο “στρατηγός” είναι προστάτης-άγιος των Ελλήνων bloggers. Oh yes ! (από το slang.gr)

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Ζωή ανάπλοος και άλγος ... (μέρος τέταρτο)

 
ΙV. (Νεότης της συναίσθησης)

Τώρα φοβάμαι όλα αυτά που γυρνούν
     κυλιόμενη σκάλα στο αίμα μου :
Εκδοχές και στίχους. Τσιτάτα κι απόψεις.

Κι είν’ όλα νύχτα,
     χωρίς να είναι Αγία (η όποια Άγια-νύχτα) ...

Μα ας είναι ...
     έτσι κι αλλιώς,
όλα περνούν μεσ’ απ’ το φίλτρο του τσιγάρου
     και γίνονται καπνός.
Χορεύουν πάνω σε κεφάλι καρφίτσας
κι αυτοκτονούν
     στον περιορισμό του χώρου.

Νύχτα, που το φεγγάρι γυρνάει
     δίσκος  γραμμοφώνου,
αυλακώνοντας το σώμα
     στο πέρασμα της βελόνας,
ξεπετώντας στη σκέψη δενδρύλλια,
όπως πίδακες νερού σε συντριβάνι,
     κάνοντάς με να κρύβομαι,
σε τούτες τις σκιές του πλήθους
στους νοτισμένους τοίχους,
     στις πλάκες των πεζοδρομίων.

Νύχτα π’ αλλάζει τα διατάγματά της,
’κει που αρέσκοντ’ οι γόησσες
     να γλαρώνουν τα μάτια,
- χέρια που κινούνται
     και στόματα π’ ανοιγοκλείνουν -
ψάχνω εκεί τη συνέχεια της φλέβας μου,
καθώς βρέχει η οχλαγωγία θαυμαστικά
(χάρτινα), σε ρυθμό μαζούρκας,
     για παίχτες και παίχτριες.

Όμως ο Έρωτας δεν είναι βιβλίο,
     να το “σπουδάσεις”.
Κάθε φορά τα κορμιά
έχουν κάτι λιγότερο,
     κάτι περισσότερο.
Καμμιά φορά τοξεύεται στο χρόνο
     ένα μονοπάτι.
Περνούν κατακτητές
     και πέφτουνε στην  άβυσσο.
Τα τωρινά μας βήματα ψάχνουν,
     ελέγχουν πριν προχωρήσουν.
Γίνονται γεωμετρικό αλφάβητο
που μάχεται το πάθος
     και νικιέται.

Τώρα φοβάμαι το χέρι
που προσφέρει ένα τριαντάφυλλο
κι ύστερα καθαρίζεται με αηδία,
     για την μελίγκρα. (*9)

Μα ας είναι ...
     έτσι κι αλλιώς,
όλα περνούν μέσα απ’ το “σήμερα”
     και χάνονται στην παρελθοντολογία.
Περνούν μέσ’ απ’ τη θέληση
     και πεθαίνουν,
στην στέρηση ή την ανία.

Νύχτα, που νομίζεις ότι το στόμα κόλλησε
     και δεν θα ξανανοίξει.
Πετρώσανε τα δάχτυλα, όπως αγάλματος,
τα μάτια κατάλευκα, όπως μαργαριτάρια ...
     να μην υπάρχει ένας ρυθμός να σε κινήσει
κι έτσι ξερός στο λίβα μιας ερήμου,
το “είναι” ένα σβολαράκι άμμου,
     που σκορπάει στον άνεμο.

Νύχτα που γίνεται
     προάγγελος της φαντασίας
και παίρνει φόρα η σκέψη και τροχίζεται,
σαν λεπίδι που γυρνά
     πάν’ απ’ την γύμνια μας,
κόβει τα όνειρα σε λέξεις, λόγια,
που λέμε στις γυναίκες κάθε νύχτα,
- δεν τα πιστεύουν ευτυχώς -
     πλην όμως ερωτεύονται ...

κι εγώ φοβάμαι τώρα, που σφυρίζουν,
ένα τραγούδι παιδικό,
     σαν κάνουν έρωτα ...
φοβάμαι ακόμη τις λέξεις
     που γραμμένες στους τοίχους
γίνονται καραμέλα
     στα στόματα των ανωρίμων.

Νύχτα που τα δόντια της
     στα δόντια μου - σύγκρουση.
Νύχτα που ο Έρωτας οργισμένος,
“διαρρηγνύει τα ιμάτιά του”
     και με καταδικάζει.

Κι όλη μου η ζωή,
     μια νύχτα των άλλων.
Γι' αυτή την νύχτα, η κραυγή
     και τα μελλούμενα
τ’ αφόρητα καταφανή, τα δρώμενα ...
Ασαφή αυτά που έχω να διηγηθώ.

Σαν δωρισμένη ευτυχία,
ήχος τριγωνικός, μεταλλικός,
όπως χριστουγεννιάτικη χαρά
     σε χείλη χορωδίας
κι ένα φιλί, απλώς φιλί,
     πράξη συνήθειας, σαν κομπολόϊ ...
Δεν ήταν αυτό που περίμενα.

Πλανεμένος ο ήλιος της πόλης
κι η θηλυκή χροιά μου, η παθητική,
     που θέλει να αναλωθεί,
μέσ’ σ’ εντυπωσιασμούς και χρώματα,
εικόνες που θέλω να γίνω κομμάτι τους,
     που θέλω η ψυχή μου
να επιδεικνύεται σαν γεγονός,
     μα δεν μπορώ, δεν γίνεται, δεν βγαίνει ...

Παρελθόν, παρόν και μέλλον,
φαντάζουν σαν ορύγματα
     με ναρκοπέδια τριγύρω.
Τίποτα να μπορώ να σχεδιάσω
- παιδικές αντιδράσεις σε ομίχλη -
     ζωγραφίζω μια φατσούλα
κι απλά περιμένω, χαμογελαστός.

Τι θα φανεί στο παραπέτασμα ?
Ποια νότα χτυπήθηκε λάθος,
     και απορεί στο πάτωμα ’ματωβαμένη ?
Τι πληγώνει περισσότερο ?
Μια χαμένη αγάπη σε λαβυρίνθους
     ή κανείς να μην σε περιμένει ?

Ο νεκρός δεν προσμένει
     το θάνατό του.
Η φύση δεν περιμένει
     καμία Άνοιξη, καμία αλλαγή.
Εμείς προσμένουμε !

Εκεί που χτίζουνε φωλιές
     τα χελιδόνια,
ψάχνουμε τα "υψηλά νοήματα"
και τ’ όνειρο παθαίνει ίκτερο
     λίγο πριν την απόδραση.

Σε βρώμικα παγκάκια
     γεννιέται και πεθαίνει η πλησμονή. (*10)
Αφόρητες λέξεις κολυμπούν
     στο αλκοόλ, στο αίμα,
κι αυτές δεν φεύγουνε με ότι αποβάλλεις
     - σκέψεις παρούσες για την επομένη.

Είν’ τατουάζ στο σώμα, που δεν βγαίνει,
η κατάφαση, του επιτέλους αυτός,
     αυτός : Είμαι !

Γιατί ξεροσταλιάζω
     περιμένοντας τις Μούσες ?
Πότε τελειώνει η βλακεία-σίριαλ
     να πάω ήσυχα για ύπνο ?

Βαρέθηκα τα λόγια και τα έργα
     των ανθρώπων της καταστροφής
- μια τραγωδία χωρίς νόημα -
που μοναχά να γκρεμίζουν ξέρουν,
     χωρίς τίποτα, να οικοδομούν.

Σε σκοτάδια πορεύομαι
     κι αναρωτιέμαι :
πως γίνεται να φέγγω,
όταν ασπάζομαι το “ξόδεμα”
     κι ενέργεια δεν έχω ...

Είν’ το καλούπι μου αυτό,
που σ’ αστραπή χωράει
     και στην παρέα περισσεύει ?

Τι μέλλει να γευτώ
     στο Ύστερο το μονοπάτι,
όταν την σήμανση κοιτώ
     κι όχι τον ήλιο ?

(κι ακόμη δεν έχω μάθει να οδηγώ) ...


(συνεχίζεται ...) 

 

(*9) Μελίγκρα ή φυτόψειρα ή αφίδα : είναι γενική ονομασία διαφόρων παρασιτικών εντόμων των φυτών, με σώμα μεγέθους κεφαλής καρφίτσας.
(*10) Πλησμονή : είναι ο κορεσμός, ο χορτασμός (από ποσότητα, πλήθος, αφθονία). Στο συγκεκριμένο : χορτασμένοι από σουβλάκια, μπύρες και λόγια πολλά.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Ζωή ανάπλοος και άλγος ... (μέρος πέμπτο)

 
V.  (Ωριμότης της ταυτότητας)


Μηδένισε το κοντέρ
     κι απαντοχές δεν έχω,
από ψηλά μου κράζουν τα “στοιχειά”
της νόησης πετροβολήματα-τραγούδια
σ’ ένα χορό παράλογο με στρέφουν
στην ακανόνιστη κανονικότητα του χρόνου
     να υποταχθώ,
μα δεν της κάνω τη χάρη.

Ο χρόνος είν' ροή
     π’ εγώ τον στρέφω
πάνω στο σκάκι το δικό μου,
επιτραπέζια να σκάει το κύμα,
κινήσεις αλόγου, στη θάλασσα ζωή
     καλπάζει, στέκεται, ξεπεζεύει
και πάλι στον άνεμο τολμά,
     να πει τα λόγια.

Μια ανατολή, άσμα θρησκευτικό,
οι λέξεις ξυπνούν
     και βάφουν μ’ αισθήματα,
τον ουρανό-σελίδα
     στη γραφομηχανή.

Μα μια ελεγεία, δεν αρκεί,
     δεν σώζομαι.
Στην προσεχή την προσευχή, η προσοχή,
     (μην τύχει και λαθέψω) ...
στα μετρημένα λόγια τα λανθάνοντα,
     (μα και στα αμέτρητα που λειτουργούν
σαν ρυτίδες στο πρόσωπο),
είναι τα ίχνη που αφήνει η ψυχή
     πάνω στο βότσαλο.

Το βότσαλο που κουβαλώ
     σαν φυλαχτό. (*11)

Τώρα εδώ, στη χώρα των σανοφάγων
που μοίρα ανάπλοος μου έγνεψε,
     σημαία τις αξίες να ζωστώ,
σαν άλλος καμικάζι-βομβιστής
στην κάθε νύχτα θυσιάζομαι,
     τη μέρα, ζωντανό με βρίσκω
κι από τ’ αρχαίο δράμα δεν ξεφεύγω,
     μια και αγάπησα πολύ,
τη χώρα μου την λατρευτή,
το σώμα της γυναίκας
     και το ιμάμ-μπαϊλντί.

Άνευ σχεδίου η ζωή,
     στα όνειρα θυροκολλά τις λέξεις.
Αναγκαιότης του ενστίκτου δρώμενα,
τα της ψυχής δημώδη, θυμοσοφικά,
από τον Κραταιό επέρασα
     και δεν ακούμπησα,
στο Ύστερο προσμένω,
του θάματος χλαπαταγή
     και χάνω χρόνο.
Στου άλγους τα λάθη
     του βίου τα διαδικαστικά,
κόβω απόδειξη,
     μου δίνω συγχωροχάρτι,
ανάσες σε τούτο τον πνιγμό
     μιας "καθ’ όλα" θαλερής ζωής.

Έτσι που γέμισ’ ικέτες η ιερή χώρα,
σε γκρεμισμένους ναούς
     σαν τυμβωρύχος ψάχνω,
τον πάπυρο με τις γραφές,
στους νόμους του κάθε Εφιάλτη,
     η αιτία,
πως γένικε ο τόπος μου
     μια σκέτη πέτρα
κι απέμεινε μοναχά
     η “όποια” Ιστορία ...

Τώρα εδώ, με φεγγάρι τυλιγμένο
     στις νότες του Μήτσου του Σελίδα, (*12)
φωσφορούχα αερόστατα
πάνω απ’ τ’ αφρισμένο το νερό,
     ο έρωτας κι η πάλη αντάμα,
σ’ αμμουδερή συχνότητα
     τα κύματα του κόσμου
κι είναι αυτό που μένει και σου μένει,
να περιγράψεις,
     της θάλασσας το θάμα,
στα προσεληνιακά τα Κύθηρα, (*13)
όπου αφρός του Δία εγέννησε
     κι έγινε δρόμος.

Βλέπεις, δεν έκρυψα τίποτα - ποτέ -
     κι από κανέναν.
Είδα τα σύνορα
     και τά ’σβησα απ’ το χάρτη.
Δικό μου χάρτη χάραξα,
     με την απλότητα της ομορφιάς.
Έβαλα τις πινέζες μου
     στα ηλιοβασιλέματα.
Στα ολάνθιστα τα περιβόλια.
Στην ψιθυριστή βροχή,
     στη θαλπωρή μιας αγκαλιάς.

Είπα : “η απεραντοσύνη τ’ ανθρώπου
     είναι μεγαλύτερη του σύμπαντος”.
Είν’ η καρδιά που χωράει τα πάντα ...

Όμως δεν έχω δύναμη ν’ αντιπαλέψω
     την  όποια αρνητικότητα.
Απλά δεν μετέχω.
Άφησα τις μετοχές, τα ουσιαστικά,
     μα κι όλα τα “-ισμός”,
σ’ εκείνους όλους, τους τιτλούχους,
     της γραμματοσύνης ...

Φάρο με λέγανε, ανέκαθεν.

Προσκύνησα μόνο
     ένα δέντρο γέρικο ελιάς,
τα γόνατα στην άμμο
     αντικρίζοντας την θάλασσα,
γέμισα ευωδιές, χαϊδεύοντας το σκίνο
     κι αναρωτήθηκα,
τι να την κάνω την επικοινωνία
     σ’ ένα κόσμο
που δεν καταλαβαίνει Χριστό ?
“Μα πόσο νερό στο κρασί” ?
Είναι καιρός τώρα,
που πίνουμε σκέτο νερό
     που το βαφτίσαμε κρασί ...

Ύστερα οι φίλοι, μου λένε χάθηκες,
όμως με ζάλισαν οι στόχοι
     κι εγώ τοξότης δεν ήμουνα ποτέ.

Όλοι έχουμε όνειρα,
     μα πόσο διαφορετικά ...
στα όρια του τρόμου ο ύπνος,
     μια παραδοχή, η υποταγή
κι είν’ άλλο, το όνειρο του αετού,
     από του καρχαρία.

Είναι το μίσος πού ‘χουν πάντα
     οι νεκροζώντανοι,
σε ότι υπάρχει, υπήρξε και θα υπάρχει,
μια και δεν ήταν - είναι,
     ποτέ τους “ζωντανοί”...

Απλά, "ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα",
     γιατί παγώσαμε !  

 

 (συνεχίζεται ...)

 (*11) Όντως, εδώ και χρόνια, κυκλοφορώ με ένα βότσαλο στην τσέπη, για δύο αδιάφορους - διαφορετικούς λόγους ... (σαν ψυχαναγκασμός και ιδεοληψία).
(*12) Μήστος Σελίδας είναι ελληνιστί ο Jimmy Page των Led Zeppelin (εξ ου και η αναφορά στα αερόστατα).
(*13) Προ-σεληνικά : που υπήρχαν πριν την Σελήνη και ... Κύθηρα με την ιδεατή τους έννοια ... (ο δρόμος για τα Κύθηρα).

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

Ζωή ανάπλοος και άλγος ... (μέρος έκτο)

 

VI. (Ωριμότης της σύγχυσης)


Έπρεπε να φτάσω
στο πάτο του ξεροπήγαδου, του βίου μου,
     ως να καταλάβω ... τ' αυτονόητα.

Έπρεπε να πεθάνω και ν’ αναστηθώ,
     να δώ τον ήλιο τον πραγματικό,
καθώς η αντίληψη τυφλώνετ' εύκολα,
     από χίλια σκοτάδια ...

Κι ήρθα εδώ, μετά από πολλούς άλλους,
     επισκέπτης μέσ' σε μουσείο βανδαλισμού,
π' επιδεικνύει τα σπασμένα κομμάτια διανόησης,
του ψέματος και της ανοησίας,
     των απωθημένων και του τρόμου.

Έγινα αμφίβιο που έμαθε να κολυμπά
και σε βαθιά νερά,
     νεκρά, αλατισμένα,
τώρα που η ζωή απέκτησε
     αυτό το "κάτι τις" της, το πικάντικο.

Ζω τις χίλιες εμπειρίες της κατάρρευσης,
της αποδόμησης, τ' ευνουχισμού,
μ' ένα dildo στο εγκέφαλο,
     από το βιασμό της λογικής.

Παίζουν τα πνευστά
     τη μελωδία του μάταιου,
εκεί που κρέμονται οι εκκρεμότητες,
     ασθμαίνοντας,
σε περιβάλλον :
     "παρακαταθηκών και δανείων".

Μ
ηδένισε το κοντέρ κι απ' την αρχή μετράει,
έγινε δέρμα το επιφανειακό, το φλύαρο,
γίναν οστά, τ' αστήρικτα θεμελιώδη,
     σε αβαθή πελάγη πνίγομαι κι αποκαρδιώνω.

Μετράει λάθη η πρόθεση,
αντιδράσεις η δράση,
πτώματα η λήθη,
     σε χρόνο επίπεδο και μαθηματικό.

Τώρα σε φαρενάϊτ μετριέται η σιωπή,
σαν το λευκό χαρτί -
     στους 451 καίγεται !

Τώρα με κύβους ζάχαρης,
καμπύλες στο σώμα και terabytes,
     μετράμε την θλίψη.

Τώρα, όσο πιο ψηλά φτάνει η διανόηση,
τόσο και η αλήθεια χάνεται και ψοφάει
     σαν την Τέχνη ...

Είναι οι δείκτες της ευημερίας
     που μας κόψαν' τους μισθούς,
οι πίνακες προόδου
     που αυξάνουν τους νεκρούς,
μαθαίνοντας όλα τα παραμύθια,
εμείς οι άριστοι στη θεωρία
     κι από Ιστορία τίποτα ...

Θα υπάρχει πάντα το παράδοξο,
να αγαπάμε πιότερο τα ζωάκια,
     απ' τα παιδιά μας ?
Να κυνηγάμε το χρήμα
σαν την ουρά του σκύλου,
     το φίδι που καταπίνει τον εαυτό του ?

Σ' ένα σύμπαν βίαιο,
όπου εύκολα επιλέγουμε την επιβίωση,
η αγάπη κι η δημοκρατία
     μετρούν ταφόπλακες.

Ξάφνου η εμπειρία γίνεται φαινομενική,
     - γεωμετρικός υπερρεαλισμός -
κι η εξουσία κατατρώει τον χρόνο σου,
     σε δαιδαλώδεις λαγότρυπες,
μιας και κατηχητές και προπαγανδιστές,
"εν πλήρη δυνάμει" ρουφάνε σαν βαμπίρ,
          τον αίμα της ζωής σου.

Ασύλληπτα άλματα παράνοιας,
με υποσχόμενη ηδονή και ευτυχία,
απύθμενα ερωτοτροπούν,
     μέσ' τον αστερισμό του μίσους.

Κι ο νέος Μεσαίωνας της μούχλας,
πατενταρίσθει σαν το "ροκφόρ"
     που τρώμε αμάσητο ...

Ο τρόμος είναι δυνατότερος
από την λογική δαντέλα επικάλυψης,
     την γάζα θεραπείας ...
μέσ' την χειμέρια νάρκη πνεύματος,
φαντάζει το καλύτερο,
     όσο κι αν αντιβαίνει στην υπερθέρμανση ...

Ο νέος Μπετόβεν
     δεν είναι μόνο κουφός,
αλλά και τυφλός και μουγκός,
     σαν τα πιθηκάκια των κόμικς.

Στην απεργία της λογικής,
πωλούνται όλα τα stock
     των συμφερόντων.

Το νέο πτώμα του Διαφωτισμού
ντύνεται πράσινο και πορτοκαλί,
     όπως οικολογία κι επανάσταση.
Μια αποπνικτική δυσοσμία,
     μια αναπόφευκτη παραδοχή.

"Τι κι αν πολέμησα
στο Δίστομο και στην Τριπολιτσά  ...
     διόλου δεν απέφυγα ετούτη την σκλαβιά" !

Όνειρα χαμένα, περιττά,
     σε τόπο Ψυττάλειας χαβούζα,
πλεξούδες α-λόγων
     για τα βιολιά της ενορχήστρωσης,
ενός δαιμονικού θεού που ανεστήθη
και ταιριάζει άψογα, στα προλεγόμενα,
     των αιώνια σκοτεινών σχεδιαστών.

Μια υπερ-πραγματικότητα
     του πραγματικού,
κολυμπά αθλούμενη,
     σε πισίνες δολαρίων.

Ο  πρωτόγονος και η φωτιά του.
Ο έφηβος που ανεκάλυψε τα υγρά του,
     αυτό το "κάτω", που "κάτι χύνει κάτω" ...
κι ήρθαν οι δεσμοφύλακες
     και τ' ονομάσαν Ψυχολογία !
 
Kι "άιντε θύμα, άιντε ψώνιο" (*14)
να ξεχωρίσεις απ' την αρχή,
     το θύμα απ' τον θύτη ...
ισορροπώντας,
σε ηλεκτρικά καλώδια απόδρασης,
και πάνω στους λαιμητόμους δείκτες
     του μεσονυκτίου.


 
(Συνεχίζεται ...)

 
(*14) Στίχος του Κώστα Βάρναλη από την "Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου" 1956.