Σφύριξε κάποιο καράβι
στην προκυμαία.
Έγειρα και μου ψιθύρισες:
ώπαγασοκράμ ... (?)
Ένα δεύτερο σφύριγμα,
μετά άλλο ένα.
Δεν σ' άκουσα, δεν κατάλαβα.
Φτερουγίσματα γλάρων
πάνω απ' τα μουτζουρωμένα πρόσωπα
των ναυτεργατών.
Αναχωρούντα πλοία
οι άνθρωποι φεύγουν.
Ανεβαίνοντας στη ράμπα,
φώναξες ξανά : “Σ' αγαπώ” !
κούνησα το κεφάλι,
γράφοντας στον αέρα ένα αντίο,
κούνησα το χέρι αμυδρά,
στην κάψα των τσιμέντων
του άδειου μόλου.
Είπα :
"πως γίνεται να μ' αγαπάς
και να φεύγεις" ?
αλλ' ούτε εγώ δεν τ' άκουσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου