Footprints on the sand

Footprints on the sand

Αναζήτηση σ' αυτό το ιστολόγιο

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Ζωή ανάπλοος και άλγος ... (μέρος τρίτο)



ΙΙΙ. (Νεότης του παιχνιδίσματος)

Όταν η σκέψη "μαζεύει" στο πλύσιμο,
     το λέμε : πανικό.
Χρήζω αποθεράπευσης το λοιπόν !
Κάτι με τα καλώδια "παίζει"
     και δεν είμαι ο ειδικός.

Πρέπει να ξαναγίνει το "εγώ",
     ΕΓΩ μου !
Να βρω το νήμα του Θησέα,
τα πετραδάκια του Κοντορεβυθούλη,
να δουλέψει ξανά,
το καμμένο μου μυαλό,
     από την λογική σας.

... (φταίω εγώ, φταίει ο λαός,
φταίει κι η φοράδα στ’ αλώνι,
     που όλοι μαζί χεστήκαμε) ...

Όμως νυχτώνει γι’ άλλη μια
     - για τούτο σίγουρα δεν φταίω εγώ -
και προτιμώ να κάνω βάρκα
το κρεβάτι μου, στο πέλαγο,
μια κι η φαντασία
     δεν μου στέρησε,
όσα η ζωή, μαζί σας.

Τώρα εδώ,
τραβώντας μια χαρακιά
     στο τοπίο - χρατς ! ο ήχος -
διαβάζοντας τους συγγραφείς,
     επειδή πριν από κάθε άλλον,
"ποτίσαν" για τους επερχόμενους.

Μέσα στη νύχτα φανερώθηκε
     η πραγματικότητα,
λίμνες αλήθειας κι ήταν : τρόμος.

Δεν έχει "συγνώμη" ! Δεν έχει "γιατί" !
- Ένα γεγονός στέκεται εκεί
     κι αυτοεπιδεικνύεται -

Ούτε το στυλ, το ύφος,
ούτε το περιεχόμενο,
     μου άνοιξε την πόρτα.
Μηχανικά η γραφή μου
με πάει "καλλιά" της,
     στα λασπόνερα της συνοικίας.

Είναι καθ’ όλα ήσυχο το μέλλον.
Από το marketing, στον καταναλωτή
     ένα τεράστιο δίκτυο εμπιστοσύνης.
Απ’ το "με ’γειά και το μπλουζάκι",
ως το κομπόδεμα στην τράπεζα ...
μια χαρά πρωτόγονου,
     που μόλις ανακάλυψε την φωτιά.

Πόσο νέοι είμαστε !
Μηχανοβρέφη π’ απαντούν,
     ανταποκρίνονται
κι ας μην έχουμε γνώμη.

Σ
τασιμότητα.
Μια ακραία και διαρκής ανακύκλωση.
Ένα σημείωμα κλεισμένο στο συρτάρι.
(Δεν είναι κάτι που μας κάνει
     νά ’χουμε κλειστό το συρτάρι) ...
Είναι τα μυστικά που αυτο-προβάλλονται
     κι εσύ "τσιμπάς" σαν ψάρι.

Χαμένο το νόημα σε λαβυρίνθους,
     την ώρα που το (δικό μας) σύμπαν
μειώνεται στη διαστολή του :
     στείρο, κατεψυγμένο κι άσχημο.

Στα όνειρά μας δεν μιλάμε.
Δαγκώνουμε το παντεσπάνι-δόλωμα,
     τώρα που τό ’χουμε.
Αύριο δεν ξέρεις, ποιός "φίλος"
     θα στο κλέψει.
Μια ζωή η μπάλα στην εξέδρα
     κι αγώνα δεν είδα.


Αυτή η ακίνητη κίνηση
     μ' έμαθε να κωπηλατώ,
στις θάλασσες του Οδυσσέα
που το ταξίδι δεν έχει τελειωμό,
στο διαρκές νεφέλωμα
     του παραλόγου.

Αυτό το "τερπνόν μετά του ωφελίμου",
     δεν τό’ χω εμπεδώσει ακόμα.
(Το πάω για τα βράχια, το σκάφος,
     εν γνώση αδιόρθωτος).
Πεισματάρης κάποτε αναζητούσα
     την αγάπη, 'κει που δεν υπήρχε.
Δεν πειράζει έλεγα μετά, μαζεύεις γνώση.
Τώρα τρώω γνώση
     και φτύνω τα κουκούτσια.

Τώρα χορταίνουν τα μάτια μου
     από λογιών υπάρξεις.
Υπάρξεις που στρογγυλοκάθονται
επάνω στο μηδέν,
     πλάθοντας κουλουράκια.
Υπάρξεις με αναρχικές ιδέες
     και καπιταλιστική συνείδηση.

Υπάρξεις, που δεν υπάρχει λόγος
     να υπάρχουν.
Εκεί κι εγώ, αθεράπευτα μαζί ...
"Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε" ...

Στα όνειρά μας φοράμε αλεξίσφαιρο
     και στη ζωή ζακέτα
πλεγμένη απ’ τα χεράκια της γιαγιάς
"α σο εγαμέθεν σην νεότη,
     γαμέθεν και υμάς
". (*3)

Τώρα πάμε μια βόλτα στο ποτάμι,
εκεί στην εκβολή,
     που είναι τα σκουπίδια ...
Όσες φορές, μου κλείνατε το μάτι
     εγώ, δεν έβλεπα
κι όσες μου σφίγγατε το χέρι
     εγώ, πονούσα.

Στο μικρό το καμαράκι εναπόθετα,
αυτή τη χρόνια εξαθλίωση του "εγώ"
     τα καθημερινά μου πτώματα,
ώσπου έγινε τάφος και μαυσωλείο
και πια,
     να το γκρεμίσω θέλω.

Έμαθα να καταστρέφω την αγάπη,
     να επιζητώ την μάχη,
να μοιάζω με εσάς, στα "ούλα" σας
κι "όμοιος, ομοίω, αει βελάζει"
(μη τυχόν και χάσω
και την βενετιά και το βελόνι) ...
     κι όλα για το τίποτα.

Όλα ένα τίποτα.
Πάλι στη "απ’ έξω" ... ξέχωρος.
Σαν κουρδιστό πορτοκάλι η ζωή,
σαν το λεπρό κοιτώ, που με κοιτούν,
μια πλύση εγκεφάλου,
     αλλά μυαλό δεν βάζω.
(Τα βάζα και τα μπιμπελό, τά ’χω στο σαλόνι μου).
Τσάμπα χαλάμε τα οξυγόνα μας
     μονάχα έχθρα και οργή υπάρχει.

Τα της σαρκός μνήμες στεγνές,
τα του πνεύματος υπέροχα,
     λαμπρά αποβράσματα.

Σε σκοτεινά υπόγεια
     τα σχέδια επί χάρτου
και στα φανερά "κυρίες".
Τόσο που ανακατεύωντ’ όλα
     και γίνονται χυλός, χολή και εμετός.

"Κατ’ που κινήσαμ’, που φτάσαμ’
     και
ου θα πάει το πράμ’
" ...

Τελικά, που είναι αυτό,
που θά ’δενε τα πάντα,
     σαν ασπίδα στην ύπαρξη ?

Που σπαταλιέται η βροχή
     που θα πότιζε, τα νέα κλωνάρια ?
Το χρέος σαν άνθρωποι ?
Τ
ώρα, το μόνο χρέος είναι
     προς τις τράπεζες.

Τώρα χαϊδεύω τις λέξεις
     μπας και μ’ αγαπήσουνε,
όμως εκ φύσεως
     είναι δολοπλόκες.
Χορεύουν σε πρόζα τις νύχτες
     και με περιγελούν.

(Επιζήσαμε στην σκοτεινιά
και στο φως,
     δεν ξέρουμε να χαρούμε ...
αλλά και τούμπαλιν).

Πεθαίνει κι ανασταίνεται
     ο Αντίνοος.
Ο από πάντα κυβερνήτης
     στο σκάφος της πλοκής της Ιστορίας.
Κι είν’ η σκηνή στο έργο,
που πετάει κέρματα τριγύρω
     κι εμείς τα μαζεύουμε.

Τι είναι ποίηση (με ρώτησα),
     σ’ ένα κόσμο που δεν ποιεί ?
Στην πλήρη ικανοποίηση, οικειοποίηση,
κακοποίηση, εκποίηση, γελοιοποίηση,
εμπορευματοποίηση ...
     "ποιώ", δεν υπάρχει.

(Στην πραγματικότητα
δεν υπάρχει κάτι που "υπάρχει
",
     αλλά αυτό που δεν υπήρξε ποτέ.
Μια προκατασκευασμένη πραγματικότητα :
    
made in China,
ή δεν ξέρω από που αλλού) ...

Ερωτοτροπούν το ασυνείδητο,
το υποσυνείδητο, το συνειδητό,
     με την συνείδηση,
σε ξέφρενο sex party κραυγάζοντας,
και το παιδί ενσυνείδηση
     είδηση δεν παίρνει ...

Στα χρόνια του κολοφώνα
της τεχνολογίας, της ευμάρειας,
     τα παιδιά πεθαίνουν ακόμη, από πείνα ...
Αλλά όλα, κατ’ τα άλλα,
     είναι στα πλαίσια της λογικής.

Κλωσάμε τ’ αυγά του γύπα,
μια κι αυτή, είναι τώρα πια,
     η ενασχόλησή μας, η αποστολή μας.

Τυφλοί σε πριονοκορδέλα
     μας οδηγεί ο μονομάτης φύλαρχος,
παρέα με την μάγισσα της φυλής : θρησκεία
και το αίμα πλημμυρίζει
     την οθόνη.

Τίτλος της ταινίας : Η συμμορία !
Ο πολιτικός, ο ιεράρχης και ο τραπεζίτης.
     Υπερπαραγωγή η ζωή μας !

Το παν είναι,
     να δουλεύει καλά, η μηχανή.
Τώρα, στο τι παράγει, εκεί είναι
     κι ο ψεύτικος καυγάς ...
Στο χρώμα της συσκευασίας.

Τώρα στο τελευταίο δράμι λογικής
     ξοδεύομαι χορεύοντας,
μέσ’ τον αφρό της μπύρας, κολυμπάω
     και κόβομαι στο ξύρισμα ...

Αγχώνομαι άσχημα.
Η μακέτα δεν "βγαίνει".
Κρυσταλλικά αισθήματα
     κι οργή κατεψυγμένη.
Γυρνώ στη ρίζα μου,
     να βρω τις απαντήσεις
κι οι καθρέφτες
     μου στέλνουνε "φιλάκια".

Τώρα απλώνω τη ζωή μου
     χαρούπια στην ταράτσα.
Μια ιστορία πεζή και
"καθώς πρέπει".
Χτυπά η άμμος το πρόσωπο, όταν φυσάει.
Εγκλωβισμένη ζωή,
      σε γιγάντια κλεψύδρα, ανακατεύεται.
Ξεραίνονται σαν χταπόδια στον ήλιο,
     αργά, βασανιστικά, γελοία οι αξίες.

Μα εγώ πού’ μαι γεμάτος ζωή,
που θέλω ν’ ανασύρω
     τ’ αρχαίο κιονόκρανο απ’ το βυθό,
να ρίξω το μαγιάτικο στεφάνι
στη θάλασσα το καλοκαίρι,
     στο πρώτο μπάνιο,
πού’ χω μια ιστορία δική μου
     φτιαγμένη απ’ την αρχή,
σε ποιό σύμπαν να πιστέψω,
     σε ποιά του στιγμή ?

Μονάχα ένας φούξια δίσκος,
στο blue-marine της θάλασσας φεγγίζει,
     ο ήλιος στο βυθό,
η ζωή στο βυθό,
     χωρίς σκάφανδρο.
Με καλεί το σκότος
     κι εγώ σφυρίζω αδιάφορα.

Η μοίρα μου χαράζεται
"σαν γνώριμη από καιρό" ... (*4)
Ένας παράξενος ταξιδιώτης,
     ένας τρελός του χωριού
κι όμως δεν γεννήθηκα γι’ αυτό,
εγώ ο μεθύστακας
     των αρωμάτων του έρωτα ...

"Δεν σε πληρώνω τσάμπα",
μου λέει ο εργοδότης εαυτός μου
     και με χτυπάει στο φιλότιμο.
Του υποσχέθηκα πολλά
     κι ελάχιστα έκανα.
(Κάτι με προσφορά και ζήτηση
είναι διαρκώς το θέμα,
     κι όλο με απολύω).

Άνεργος πια,
εισπράττω απλά, τα επιδόματα
     μιας παρελθούσης ζωής.

Είν’ η διαβόητη ωριμότης
που με παιδεύει απ’ τα εικοσιδυό μου,
     αρνούμενος να μεγαλώσω.
"Πεπαιδευμένος πεζοπόρος παίχτης
     πολλά υποσχόμενος
" ...
με ψάχνω στις αγγελίες
     και δεν με βρίσκω.

Έχω εντρυφήσει
     τόσο πολύ στο ρόλο μου,
που έγινε πετσί μου
     και προβιά μου
και πια, χωρίς αυτήν δεν ζω.

Ο μη εξαρτώμενος
"πρώτος τον λίθον βαλέτω" έλεγα
     και κατάντησα νταμάρι.

Πασάλειψα με χρώμα το τοπίο,
     τις λέξεις και το όνειρο
τόσο, που γέννησα το μαύρο
     που επικρατεί,
μέσ’ τα λευκά δωμάτια νοσοκομείων,
     παλεύοντας την θεραπεία.

Από παλιά το
"παίζω" ασθενής,
καθ’ ότι ποιητής κι αρρώστια
     πηγαίνουνε πακέτο.

Ψάχνουμε την αγάπη στο σταυρόλεξο
κι εκείνο μας οδηγεί
     μόνο στο σεξ με βία ...
(Έλληνας ψυχασθενής με 9 γράμματα :
     Βολεμένος).

Ύστερα ακούς και το βαρύγδουπο :
"Ελευθερία είναι ..."
και δεν προλαβαίνεις να ακούσεις τι,
     τον έχουν ήδη πετροβολήσει.

Κατάντησα να μετανιώνω
     για όλα μου τα σοβαρά,
να χαίρομαι για τα γελοία
και μέσ’ απ’ τη σούπα του μυαλού
     να ξεπετώ την έκπληξη,
(σαν τον "Κύρο τον Γρανάζι",
     με τη λάμπα στο κεφάλι)
να ξεφουρνίζω την ιδέα ...
     κι όλοι μου λένε :
"Τι παίρνεις, ρε φίλε και δεν μας δίνεις" ?
     (Οι αχάριστοι) ...

Κι όμως, αυτό ακριβώς :
το γελοίον του πράγματος,
είναι το τραγικότερον της σήμερον
     και τα ζα βελάζουν :
"σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ" ... (*5)
Μοδάτοι
οικειοποιητές της κάθε ατάκας
     με προγκάρουν ...

Αλλά δεν πειράζει ρε φίλε ...
Εγώ ΚΑΙ κλαίω, ΚΑΙ φοβάμαι.
Εγώ δεν ντράπηκα ποτέ γι’ αυτό που είμαι
     και κυρίως, δεν έχω ψυχολογικά.
Υπαρξιακά έχω !
     Διαφέρει !

Εσείς πάρτε τα
"χαπάκια" σας
     και ζήστε ευτυχισμένα.
Αφήστε με εμένα,
στη δική μου δυστυχία,
     που με διαφωτίζει.

Σήμερα έχω να μετρήσω
(ξανά) τ’ αστέρια απ’ την αρχή ...
     εψές τα βρήκα ελλιπή.
Δεν ήταν ο φίλος μου εκεί. (*6)

Το διάβασα καλά το μάθημα :
"Αν θες να κρύψεις κάτι,
     ο καλύτερος τρόπος, είναι σε κοινή θέα
"
κι αυτό ακριβώς κάνω
     με την ψυχή μου και την σώζω.

Γυμνός, αδύναμος, ισχνός, καθώς είμαι,
περνώ απαρατήρητος, όταν σας μελετάω :
     ανθρώπινες συμπεριφορές του κώλου.
Μάλλον είχε δίκιο ο Δαρβίνος,
     από τον πίθηκο τραβάει η σκούφια σας.

Στάχτη και λυματολάσπη,
ότι πιάνουν τα χέρια των χαρτογιακάδων
     σημερινών executive manager ...
(Ελληνικά δεν ξέρετε,
     η αγγλικούρα σας μάρανε).

Θέλω μήνες να καθαρίσω την βρωμιά
     κι όλο λέω πως δεν αξίζει ...
Άσε τη σκόνη να θυμίζει απλά,
     πως κάποτε υπήρξε πολιτισμός.
Ιδανικά κι αξίες. Όνειρα και βιοπορισμός.

Αλλάζουν οι καιροί. Το δέχομαι.
Αλλάζουν οι άνθρωποι. Το δέχομαι.
Αλλάζουν οι συνθήκες. Το δέχομαι.
Αλλά αφήστε μου τα όνειρα
     στην ησυχία τους.

Μην τα νοθεύετε με του θανάτου
το κόμπλεξ-σάβανο,
     που τα σκεπάζει όλα.
Αυτή η τάση να τ’ αλλάξετε όλα,
είναι που γέννησε τις ψευδαισθήσεις,
το matrix και τ’ ανικανοποίητο,
     φαντάσματα του ψυχισμού σας.

Δεν σας ανήκει ο πλανήτης,
     κομπάρσοι είσαστε.
Σε τούτο το θεάρεστο έργο,
της αναγέννησης της ύπαρξης
     που επιτελείται,
εμπρός απ’ τα τυφλά σας μάτια,
     είστε πρεζόνια θεατές, σε συναυλία ...

Όχι ! Δεν είναι έτσι ! Όχι ! Όχι !
Εκεί ... όλοι οι καυλόγκαζοι, κραυγάζουν :
Τα θέλω όλα ΤΩΡΑ !
"Μα μόνο του γίνεται" σας λέω ...
     και μιλάω σε αγάλματα.

Αυτιστικοί αριστεροί συνοδοιπόροι,
αγκαλιά με νεκροθάφτες προύχοντες,
με δεξιούς βιδολόγους (μάστορες),
     στο πάρτι των αιώνων
χαρούμενοι φωτογραφίζονται, αγκαλιαστοί
     και η ζωή
"καλά κρατεί".

Κι έτσι ο μύθος
     γίνεται πραγματικότητα.
"Τά πάντα ρεί" !
Ναι, ρε Ηράκλειτε ...
     αλλά που είναι το ποτάμι ?
Να πάω κι εγώ να δροσιστώ ?

Άφωνη η μάζα
μετατρέπεται σε χλαπάτσα
     και βασιλεύει ο σουρεαλισμός.

Η ζωή μετατρέπεται
     σε data πληροφορίας.
Η ύλη σε άυλο, ιδέα, προτροπή
     και το ανάποδο.
Ο χρόνος σε χρήμα.
Κι οι προπαγανδιστές
     δεν μένουν άνεργοι ποτές.

Δυστυχώς !
καμιά θυσία δεν πέρασε απέναντι,
καμιά πύλη δεν άνοιξε,
μεγαλώνει απλά ο φράχτης
     των προφυτευμένων αγκαθιών.

Τ’ αληθινό συναίσθημα φωνάζει,
     δεν επιδέχεται πλαστικοποίηση,
δεν ασχημονεί, δεν περιπαίζει,
     στέκεται και προσμένει
την ένωση με την  ολότητα,
’κεί που ο Έρωτας πεθαίνει
     “εν τω γεννάσθαι”.

Περιδιαβαίνω την χώρα μου
     στεκόμενος κάθε φορά,
πάνω απ’ τα μνημεία της Παιδείας,
π’ αφήσανε στη γη, όλοι εκείνοι,
     οι δολοφόνοι των παιδιών.

Όμως,
"who the fuck is Alice" ? (*7)
και μάθηση με σύριγγα
     στο μάτι,
πως το πάθαμε ?

Πως γίνεται να κέρδίζω πάντα,
     τον Γκούφη-Αντίνοο,
μέσα στα γαριδάκια
     από παιδί ?
Ζούμε από σύμπτωση ?

Σαν συνέντευξη με εξωγήινο, η ζωή.
Ποτέ δεν την κατάλαβα.
     Ποτέ δεν θα την μάθω !

Έτσι κι αλλιώς :
"Αν ένα χέρι έχει δοθεί
     χωρίς να δίνεται,
τι νόημα έχει να λυθεί
     το αίνιγμά του ?
Αν το φιλί δεν δόθηκε
     δεν φταίν’ τα χείλη.
Αν ένα χρώμα
γεννάει συναισθήματα,
είναι πού ’χει
     τις ρίζες του στη φύση.
Το φλού δεν είναι χρώμα
" !

Αυτά λέω και με κράζετε
και ’γίναν τα γραμμένα, γραφικά ...
τόσο, που ξενιτεύτηκα κι εγώ,
     χωρίς να φύγω.

Ανατέλλει ο λαπαλισμός (*8)
     το προφανές δεν φαίνεται
μέσα σε τόνους σκουπιδιών
γεννιούνται οι βιολογικές ανάγκες
     και προοδεύουν.

"Πρώτα η υγεία μας", προτρέπουν,
     σ’ ένα κόσμο που ζέχνει ...


 (Συνεχίζεται ...)

(*3) Μετάφραση : “Μια και γαμήθηκε μικρή, μας γάμησε και μας”. (Παράφραση-παραλλαγή Ποντιακής παροιμίας).
(*4) Παράφραση-παραλλαγή σε στίχο του Κωσταντίνου Καβάφη στο “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον".
(*5) Στίχος από τραγούδι του Γιάννη Αγγελάκα (Τρύπες).
(*6) Ταπεινή αναφορά στον εκλιπόντα μεγάλο μου φίλο, Σταύρο Κ.
(*7) Who The Fuck Is Alice ? - Τραγούδι των Smokie από το 1976.
(*8) Λαπαλισμός : (εκ του Γάλλου στρατηγού La Palisse). Όρος που δηλώνει την τάση να γίνεται αναφορά, σε αφελείς κοινοτυπίες και παιδαριώδεις αλήθειες, που λέγονται ή γράφονται (εδώ είμαστε !) με ιδιαίτερη σοβαροφάνεια ... Παράδειγμα : “Πριν το γράψω, δεν το είχα γράψει”. Ο “στρατηγός” είναι προστάτης-άγιος των Ελλήνων bloggers. Oh yes ! (από το slang.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου