Footprints on the sand

Footprints on the sand

Αναζήτηση σ' αυτό το ιστολόγιο

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Ζωή ανάπλοος και άλγος ... (μέρος τέταρτο)

 
ΙV. (Νεότης της συναίσθησης)

Τώρα φοβάμαι όλα αυτά που γυρνούν
     κυλιόμενη σκάλα στο αίμα μου :
Εκδοχές και στίχους. Τσιτάτα κι απόψεις.

Κι είν’ όλα νύχτα,
     χωρίς να είναι Αγία (η όποια Άγια-νύχτα) ...

Μα ας είναι ...
     έτσι κι αλλιώς,
όλα περνούν μεσ’ απ’ το φίλτρο του τσιγάρου
     και γίνονται καπνός.
Χορεύουν πάνω σε κεφάλι καρφίτσας
κι αυτοκτονούν
     στον περιορισμό του χώρου.

Νύχτα, που το φεγγάρι γυρνάει
     δίσκος  γραμμοφώνου,
αυλακώνοντας το σώμα
     στο πέρασμα της βελόνας,
ξεπετώντας στη σκέψη δενδρύλλια,
όπως πίδακες νερού σε συντριβάνι,
     κάνοντάς με να κρύβομαι,
σε τούτες τις σκιές του πλήθους
στους νοτισμένους τοίχους,
     στις πλάκες των πεζοδρομίων.

Νύχτα π’ αλλάζει τα διατάγματά της,
’κει που αρέσκοντ’ οι γόησσες
     να γλαρώνουν τα μάτια,
- χέρια που κινούνται
     και στόματα π’ ανοιγοκλείνουν -
ψάχνω εκεί τη συνέχεια της φλέβας μου,
καθώς βρέχει η οχλαγωγία θαυμαστικά
(χάρτινα), σε ρυθμό μαζούρκας,
     για παίχτες και παίχτριες.

Όμως ο Έρωτας δεν είναι βιβλίο,
     να το “σπουδάσεις”.
Κάθε φορά τα κορμιά
έχουν κάτι λιγότερο,
     κάτι περισσότερο.
Καμμιά φορά τοξεύεται στο χρόνο
     ένα μονοπάτι.
Περνούν κατακτητές
     και πέφτουνε στην  άβυσσο.
Τα τωρινά μας βήματα ψάχνουν,
     ελέγχουν πριν προχωρήσουν.
Γίνονται γεωμετρικό αλφάβητο
που μάχεται το πάθος
     και νικιέται.

Τώρα φοβάμαι το χέρι
που προσφέρει ένα τριαντάφυλλο
κι ύστερα καθαρίζεται με αηδία,
     για την μελίγκρα. (*9)

Μα ας είναι ...
     έτσι κι αλλιώς,
όλα περνούν μέσα απ’ το “σήμερα”
     και χάνονται στην παρελθοντολογία.
Περνούν μέσ’ απ’ τη θέληση
     και πεθαίνουν,
στην στέρηση ή την ανία.

Νύχτα, που νομίζεις ότι το στόμα κόλλησε
     και δεν θα ξανανοίξει.
Πετρώσανε τα δάχτυλα, όπως αγάλματος,
τα μάτια κατάλευκα, όπως μαργαριτάρια ...
     να μην υπάρχει ένας ρυθμός να σε κινήσει
κι έτσι ξερός στο λίβα μιας ερήμου,
το “είναι” ένα σβολαράκι άμμου,
     που σκορπάει στον άνεμο.

Νύχτα που γίνεται
     προάγγελος της φαντασίας
και παίρνει φόρα η σκέψη και τροχίζεται,
σαν λεπίδι που γυρνά
     πάν’ απ’ την γύμνια μας,
κόβει τα όνειρα σε λέξεις, λόγια,
που λέμε στις γυναίκες κάθε νύχτα,
- δεν τα πιστεύουν ευτυχώς -
     πλην όμως ερωτεύονται ...

κι εγώ φοβάμαι τώρα, που σφυρίζουν,
ένα τραγούδι παιδικό,
     σαν κάνουν έρωτα ...
φοβάμαι ακόμη τις λέξεις
     που γραμμένες στους τοίχους
γίνονται καραμέλα
     στα στόματα των ανωρίμων.

Νύχτα που τα δόντια της
     στα δόντια μου - σύγκρουση.
Νύχτα που ο Έρωτας οργισμένος,
“διαρρηγνύει τα ιμάτιά του”
     και με καταδικάζει.

Κι όλη μου η ζωή,
     μια νύχτα των άλλων.
Γι' αυτή την νύχτα, η κραυγή
     και τα μελλούμενα
τ’ αφόρητα καταφανή, τα δρώμενα ...
Ασαφή αυτά που έχω να διηγηθώ.

Σαν δωρισμένη ευτυχία,
ήχος τριγωνικός, μεταλλικός,
όπως χριστουγεννιάτικη χαρά
     σε χείλη χορωδίας
κι ένα φιλί, απλώς φιλί,
     πράξη συνήθειας, σαν κομπολόϊ ...
Δεν ήταν αυτό που περίμενα.

Πλανεμένος ο ήλιος της πόλης
κι η θηλυκή χροιά μου, η παθητική,
     που θέλει να αναλωθεί,
μέσ’ σ’ εντυπωσιασμούς και χρώματα,
εικόνες που θέλω να γίνω κομμάτι τους,
     που θέλω η ψυχή μου
να επιδεικνύεται σαν γεγονός,
     μα δεν μπορώ, δεν γίνεται, δεν βγαίνει ...

Παρελθόν, παρόν και μέλλον,
φαντάζουν σαν ορύγματα
     με ναρκοπέδια τριγύρω.
Τίποτα να μπορώ να σχεδιάσω
- παιδικές αντιδράσεις σε ομίχλη -
     ζωγραφίζω μια φατσούλα
κι απλά περιμένω, χαμογελαστός.

Τι θα φανεί στο παραπέτασμα ?
Ποια νότα χτυπήθηκε λάθος,
     και απορεί στο πάτωμα ’ματωβαμένη ?
Τι πληγώνει περισσότερο ?
Μια χαμένη αγάπη σε λαβυρίνθους
     ή κανείς να μην σε περιμένει ?

Ο νεκρός δεν προσμένει
     το θάνατό του.
Η φύση δεν περιμένει
     καμία Άνοιξη, καμία αλλαγή.
Εμείς προσμένουμε !

Εκεί που χτίζουνε φωλιές
     τα χελιδόνια,
ψάχνουμε τα "υψηλά νοήματα"
και τ’ όνειρο παθαίνει ίκτερο
     λίγο πριν την απόδραση.

Σε βρώμικα παγκάκια
     γεννιέται και πεθαίνει η πλησμονή. (*10)
Αφόρητες λέξεις κολυμπούν
     στο αλκοόλ, στο αίμα,
κι αυτές δεν φεύγουνε με ότι αποβάλλεις
     - σκέψεις παρούσες για την επομένη.

Είν’ τατουάζ στο σώμα, που δεν βγαίνει,
η κατάφαση, του επιτέλους αυτός,
     αυτός : Είμαι !

Γιατί ξεροσταλιάζω
     περιμένοντας τις Μούσες ?
Πότε τελειώνει η βλακεία-σίριαλ
     να πάω ήσυχα για ύπνο ?

Βαρέθηκα τα λόγια και τα έργα
     των ανθρώπων της καταστροφής
- μια τραγωδία χωρίς νόημα -
που μοναχά να γκρεμίζουν ξέρουν,
     χωρίς τίποτα, να οικοδομούν.

Σε σκοτάδια πορεύομαι
     κι αναρωτιέμαι :
πως γίνεται να φέγγω,
όταν ασπάζομαι το “ξόδεμα”
     κι ενέργεια δεν έχω ...

Είν’ το καλούπι μου αυτό,
που σ’ αστραπή χωράει
     και στην παρέα περισσεύει ?

Τι μέλλει να γευτώ
     στο Ύστερο το μονοπάτι,
όταν την σήμανση κοιτώ
     κι όχι τον ήλιο ?

(κι ακόμη δεν έχω μάθει να οδηγώ) ...


(συνεχίζεται ...) 

 

(*9) Μελίγκρα ή φυτόψειρα ή αφίδα : είναι γενική ονομασία διαφόρων παρασιτικών εντόμων των φυτών, με σώμα μεγέθους κεφαλής καρφίτσας.
(*10) Πλησμονή : είναι ο κορεσμός, ο χορτασμός (από ποσότητα, πλήθος, αφθονία). Στο συγκεκριμένο : χορτασμένοι από σουβλάκια, μπύρες και λόγια πολλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου