Footprints on the sand

Footprints on the sand

Αναζήτηση σ' αυτό το ιστολόγιο

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

Ζωή ανάπλοος και άλγος ... (μέρος πρώτο)

 

Το 'Ζωή ανάπλοος και άλγος" είναι ένα βιβλίο ζωής ανοιχτό. (Ξεκίνησε το 1988 και τελειωμό δεν έχει) ...
 
Εισαγωγή :  
     Νεότης, ωριμότης & φθορά. (Η μέρα, η νύχτα και το κακό συναπάντημα). Ποιητική ιλαροτραγωδία σε συνέχειες. Δρομολόγια και στάσεις ανούσιες, πάνω σε όχημα με δεκάδες οδηγούς και μόνον έναν επιβάτη ... κι αυτόν τριπρόσωπο. Κείμενα που για σοβαρά πηγαίναν, αλλά δεν ... Μια συμπληρωματική “ελεγεία και φούμαρα”, που καλόν είναι να αναγιγνώσκεται μετά το μεσημεριανό φαγητό, όπου τα μάτια “γλαρώνουν”. Κείμενα που ακροβατούν ανάμεσα στο τραγικό και στο γελοίο, που αυτοαναιρούνται κι ίσως έχουν ανάγκη ύπαρξης κι επιβεβαίωσης, σαν μωρό που μεγαλώνει ... Δεν επιζητούν τίποτα, δεν νομίζουν τίποτα, δεν παριστάνουν τίποτα, αλλά λειτουργούν σαν αναψυκτικό : κάνουν καλό στην χώνεψη. Το παρόν (μετά την ανάγνωση) ευελπιστώ να αυτοκαταστραφεί. “Να μη ρυπαίνουμε και το περιβάλλον”, βρε αδελφέ ! ...
 
 
 Τι κάνω εδώ ? Με τι ομοιοκαταληκτούν αυτές οι κινήσεις, αυτά τα χαμόγελα ?
Δεν είμαι από ’δω - ούτε κι από πουθενά αλλού, άλλωστε
κι ο κόσμος δεν είναι παρά ένα άγνωστο τοπίο, όπου η καρδιά μου δεν βρίσκει στήριγμα.
Ξένος. Ποιός μπορεί να ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη ?
 
Αλμπέρ Καμύ - Από τα σημειωματάρια για τον “Ξένο” 1940
 
  

Ι. (Νεότης της οργής )

Άργησα πολύ, ως να μετρήσω το σχοινί,
     που είχε κρεμαστεί η κάθε Μούσα.
Άργησα, ως να γνωρίσω τα λευκά κελιά,
     που αυτοκτονούν οι εμπνεύσεις.

Αρρώστησα, ως να χωρέσω
τούτη τη λεωφόρο γνώση,
     μέσα στη φλέβα μου.

Ήρθα εδώ, μετά από πολλούς άλλους,
     όταν εκείνοι παίζαν τους δεινόσαυρους.
Μνημεία αρχαιολογικά για φοιτητές φιλολογίας.

Ήρθα εδώ όταν κάποιοι, ποτίζαν τα κακτάκια τους,
     ζωές εμφιαλωμένες, σ’ αμέτρητα κτήρια.

Και θρήνος και τριγμός των οδόντων
     και νέοι Πουαρώ να ψάχνουνε τον δράστη.
Το αίτιον της σήψης,
     στο πτώμα της επικοινωνίας.

Τώρα πωλούνται οι νεκροί,
     μινιατούρες-αντίγραφα στο Μοναστηράκι.

Όμως πιο παλιά η Ύπαρξη !
     Θυμάσαι ?
Τι έχει να κάνει λοιπόν,
     η όποια ηλικία της πέτρας ?

Εδώ είναι ο πόνος μιας γέννας τερατικής,
είναι η κίνηση η διαρκής
     που τίποτα δεν τελειώνει.

Είναι το χέρι πού ’γινε χίμαιρα
     να μεταδώσει τους ρυθμούς.
Το χέρι που οπλίστηκε φωτιά
     να κάψει τους ναούς της μνήμης.

Σειρά μου τώρα,
να πλέξω το τραγούδι μου.
Όλες ετούτες τις φωνές μοιράζοντας,
     στα χέρια των κτητόρων.

Σελίδα τη σελίδα πολεμώντας
     εμένα κι όλους σας.
Λέξη τη λέξη, να υφάνω ένα δίχτυ,
     ν’ αρπάξω τη ζωή,
στη μια στιγμή να την χορτάσω.

Ώρα ν’ αδράξω το παρόν και τα μελλούμενα.
Να φυγαδέψω πουλιά παγιδευμένα,
απ’ τα μυαλά των ανθρώπων,
     που τά ’χουν για σύμβολα ελευθερίας.
Να πνίξω φόρμουλες του στυλ :
     “άμα μεγαλώσω θα γίνω” ...

Να συνδέσω τους ακροδέκτες,
     τ’ αντίθετα φύλα.
Να γονιμοποιηθεί η έρημος,
     να βλαστήσει η ελπίδα.
Να γίνει η ζωή απ’ την αρχή.

Ένα αγόρι ήλιο θέλω,
     ένα κορίτσι θάλασσα.
Από το σπέρμα της ζωής,
παιδιά ερωτευμένα αιώνια,
     αλλά μακάρι νά ’ξερα με τι ...

Ώρα να πάρω το νήμα απ’ την αρχή,
     ως να με βγάλει στην ψυχή μου.
Κρατώ από γενιά πειρατική.
Δεν έχει μπέσα το κορμί μου.
     Περίτρανη ασέλγεια.
          Μου κόστισε πολύ.

Έφηβος μέτρησα την αντοχή
     της έλλειψης κάθε πόθου,
ζητώντας λογική στον έρωτα,
     τυχαίο στην επιστήμη
κι όνειρα τόσα να χαθώ,
     που να μην ξέρω πια, ποιός είμαι.

Αρκέστηκα στη φυλακή του ενός.
Ένα τραινάκι να παίξω κι ηρέμησα.
Μια ρόγα να φιλήσω κι ησύχασα.
Ένα πινέλο ν’ αποτυπώσω τα μύρια χρώματά σας,
     το φίδι που με δηλητηριάζει
κι “άρξαται” η αγωνία ...

Γνωριστήκαμε έτσι, με την τρέλλα,
     δια χειραψίας.
Κατηγορώντας το χέρι μου, γνώρισα εμένα.

Κληρονόμησα ένα μηδέν,
αριστερόστροφο, τρεχάτο,
     π’ όσο γυρίζει, βαραίνει πιότερο.

Τώρα πληρώνω είσοδο στο τίποτα
και βλέπω να κοιμάται η λογική,
     με το βουρτσάκι των δοντιών στο στόμα.
Δεν έχω χώρο, θα πει μετά
κι από ένα ντουλάπι ανοιχτό,
     κυλούν επίδεσμοι στο πάτωμα.

Σίγουρα δεν φταίω μόνο εγώ,
     γι’ αυτό το μέλλον το ευοίωνο ...
Κράτησα χρόνια ένα κομμάτι μάρμαρο
τα αισθήματά μας,
     στο τραγικότερο γλυπτό, συνένοχος.

Πάει πια ο καιρός των αποδείξεων.
Τώρα μ’ εικόνες καραμέλα,
     ξεγελάμε τον καρκίνο της σκέψης.

Τώρα εδώ, σε μια πραγματικότητα
     π’ αλλάζει συνεχώς, χωρίς συνέχεια,
που λειτουργεί σαν χαμαιλέων,
     μέσ’ σε μικρότητες και νόμους.

Με δυνάστες της δημιουργίας
     κι εργάτες της απώλειας.
Ζωή ανάπλοος και άλγος.
Ζωή μονότερμα σε συνεδρίες εμπόρων.
Ζωή ζογκλέρ - ισορροπία σε ξυράφι.
Ζωή συσκευασμένη, ηλεγμένη και φτηνή.

Προς το παρόν
στεφανώνουμε την θλίψη με ημίμετρα,
κρατάμε τα φυτίλια μακριά,
     μην εκραγούμε ...

Ζωή αρρώστια και παρανομία.
Παράδεισος των ιατρών.
Εδέμ των δικηγόρων.
Δόξα της βιολογίας όταν συμπεραίνει :
το ποιά οξέα, κινούν το κάθε αίσθημα
     την όποια σκέψη.

Αρχαιοκάπηλοι συναισθημάτων πωλητές,
     καλλιεργούν φασόλια στίχους.
Μαμόθρευτα παλληκάρια διεκδικούν
     μερίδιο στον έρωτα.

Αλλά ας είχα μια, τόσο δα ιδέα,
που κατοικούνε οι θεοί,
     να πά' να τους γ ... γνωρίσω ...

Μέσα στο χρονικό γινόμενο,
     φωνάζω διαρκώς,
κατηφορίζοντας τον “ελαιώνα”
κι ακούω τα κόκκαλά μου να συνθλίβονται
     στο τζάμι-θόλο τ’ ουρανού.

Αδύναμος εγώ, φύλλο ξερό,
     μιλάω και βρέχει ...
Αγαπώ και λασπώνομαι.
Γεννώ και χλευάζομαι.
Αλλά στο χάδι σας, ζητιάνος,
     δεν έγινα ποτέ !
Γονατισμένος φίλησα το γόνατό μου ...
Παράκληση ψιθυριστά,
     μα ούτ’ εγώ δεν μ’ άκουσα.

Έτσι αγάπησα την υποτακτική.
Πούλησα τους διαλόγους μου
στα καφενεία,
     για λίγη συντροφιά.
Ανέγνωσα το χάος μου
στους έρωτές μου
     και τους έχασα.
Σαν θεατής κυττάζω τώρα πίσω,
μια μέρα σε κυνοδρομίες
     χαμένος παίχτης,
κι αχαλίνωτα “κολλημένος”.

Τώρα εδώ,
βιώνοντας το παράλογο
     καθημερινά,
πετώντας τα εισιτήρια προόδου
     στους επαγγελματίες αναρριχητές.
“Εμείς γι’ αλλού γενήκαμε και πάμε” ...
και το σπιράλ με καταπίνει
     και πάω διαρκώς ...

Τώρα εδώ, στο μέλλον το ευοίωνο,
με φωσφορούχα γράμματα που δελεάζουν
     σ’ αυτήν την εποχή της δύναμης,
των απορρυπαντικών πνεύματος
     και των ψυχιατρικών σπορ.

Με δημοσιογραφική γνώση
     και μαζική υπνοπαίδεια,
με ζωώδη ένστικτα και καταλυτικές ανάγκες
     - σε σύγχρονη αρωγή -
ποτισμένοι ως το κόκκαλο
     με οδηγούς ευημερίας,
μια κατανάλωση σκουπιδιών
     σε ευρεία κλίμακα,
για εγκέφαλους σφουγγάρια
και μήτρες παραγωγικές ...
     Το μέλλον το ευοίωνο.

Πάντα χορεύοντας
     για τα ωραία σας τα μάτια.
Μιας κι έρωτας είναι :
“για δυο, για τρεις και χίλιους δεκατρείς” ...
τότε που έψαχνα στα λούτρινά σας
νά ’βρω,
     που κρύψατε τα αισθήματα ...

Γεύτηκα όλα σας τα θρίλερ
     κι όλα τα ρούχα φόρεσα.
Χώνεψα πολλά, ως να μου γίνουν έλκος
     και βλαστήμησα κι οργίστηκα
κι είπα :
“χίλιες φορές
μέσ’ την αρρώστια χαμένος,
     παρά μια νόθα υγιή βλακεία” ...

Όμως πόσα ακόμη ... πόσα ακόμα,
μέχρι να γίνω μια τράπεζα εικόνων
     (μ’ όλη της την γραφειοκρατία),
ώσπου μία και μόνη σκέψη-μολότοφ
     τα τινάξει όλα στον αέρα ?

Πόσα ακόμη το λασπωμένο τσιγάρο
και το μουχλιασμένο ψωμί,
     να μου μάθουν ?
Πόσα ψέματα να ζήσω ?
Πόσα ζιβάγκο, φουλάρια κόκκινα, εμβλήματα ...
πόσοι αέρηδες και κύματα
και πόσο καραγκιόζης ...
     ώσπου να γίνω
ο Σίσυφος κι ο βράχος του μαζί ?

Πέρασε καιρός,
πίσω απ’ τις ασπίδες μου να ιδρώνω,
στην προσμονή του φόβου, του σπαθιού
     κι ο ίσκιος του να με παγώνει.
Πέρασε καιρός,
στον ρυθμό της καταδίωξης που με ζώνει,
δίχως στόχους, δίχως βέλη
     κι οι δυνάμεις μου,
έτσι άτσαλα να με μειώνουν.

Ας μην ήμουν εγώ,
ας ήμουν σ’ άλλο θέατρο,
     σε άλλη καταιγίδα.
Βλέπεις, αμέλησα το φιλί
     του “άλλου” εαυτού
κι έγινε η προδοσία
     ενδοφλέβια και επώδυνη.

Κι έχει πολλά “στρουμφάκια” ακόμη,
     να μου δείξει η ζωή,
συμπληρώνοντας
     απαντητικά δελτάρια φιλοσοφίας.

Έχει κόμπους το χτένι,
έχει σαλτιμπάγκους και παρουσιαστές,
έχει στρογγυλά γυναικεία μέλη,
     που τρίβονται στην οθόνη,
εκεί, που όλα είναι αδιάφορα
     κι όλα μας αφορούν.


(συνεχίζεται ...)

(Σημ.) Για τον τίτλο του βιβλίου :
Ανάπλοος (αρχ.) ή ανάπλους : σημαίνει (εν ολίγοις) κόντρα στο ρέμα (πλέει ανάποδα) και άλγος (αρχ.) είναι (πάλι εν ολίγοις) : ο πόνος, το βάσανο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου