Κουρελιασμένος απ' τα παχιά λόγια
που κράτησα λάβαρο
καταρρακωμένος που πρόσφερα τίποτα,
ανεβαίνω τη σκαλωσία της σελήνης
για μια φορά ακόμα,
μέχρι να με κρίνει και πάλι
ο αδερφός της : ήλιος,
στο λυκαυγές.
Κι ήρθε η κραταιά η συννεφιά
χωμένη μέσ' στο έρεβος του μηδενός.
Μα τούτη η σκοτεινιά είναι ολονών μας.
Είν' τα φτερά που πέτρωσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου